Ενυδατώνοντας πάλι το αποξηραμένο από τη ζέστη δάκτυλο με φυσιολογικό ορό, οι κύκλοι και τα βαθουλώματα επανακτούν καθορισμό, πιθανώς επιτρέποντας μας να πάρουμε μία ταύτιση. | By rehydrating the heat-dried digit with saline, the swirls and ridges regain definition, possibly allowing us to get an identification. |
Εννοώ, μόλις επανάκτησε τις αισθήσεις της. | I mean, she just regained consciousness. |
Μόλις επανάκτησε τη μνήμη της, αυτή | Once she regained her memory, she... |
Τον έστειλα στο σπίτι χθες το βράδυ πριν επανάκτησε συνείδηση. | I sent him home last night before she regained consciousness. |
Όταν επανακτήσαμε τον έλεγχο, 95 τεχνικοί και βοηθητικοί καταγράφηκαν ως θανόντες. | In fact, by the time we regained control, 95 members of our technical and maintenance staff had either been killed or wounded. |
Πρoσδιoρίσαμε μερικά πρoβλήματα που οφείλονται με τoν έλεγχo υγρασίας και επανακτήσαμε τις λειτουργίες. | Now, we identified some problems with humidity control and regained homeostasis. |
Έχει επανακτήσει την όραση και την ακοή του. | He has regained his sight and hearing. |
Επειδή έχει επανακτήσει την προσωπικότητά της. | That's because she's regained her individuality. |
Εχω επανακτήσει τη θέληση να πετάξω. | - I´ve regained the will to fly. |
Υπολογίζω πως έχω επανακτήσει σχεδόν το 60% της πλήρους λειτουργικότητας, που δεν είναι άσχημο για χέρια που ξεσκίστηκαν σε έκρηξη. | I estimate that I've regained almost 60% full function, which is not bad for hands that were torn apart by an explosion. |