"Δε χρειάζεται να επαινώ την ομορφιά της." | No need to praise her beauty. |
"Δε χρειάζεται να την επαινώ." | No need to praise her. |
- Δε θέλω να με επαινείς. | I don't need your praise. |
- Μην επαινείς το μηχάνημα. | Don't praise the machine. |
Αλλά δεν θα συναινέσω γιατί τον επαινείς. | But I won't consent because you praise. |
Από εδώ και πέρα, όποτε λέω, "Σεο Γι Σου", άσχετα από το πότε, που, τι και γιατί, θα πρέπει να με επαινείς. | From now on, whenever I say, "Seo Yi Soo ssi," regardless of when, where, what, and why, you need to praise me. |
"Υπομένει κι επαινεί..." | "He tolerates and praises..." |
Όλη η χώρα τον επαινεί γι'αυτό. | The whole country praises him for that |
Όποιος επαινεί τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, | Anyone who praises himself will be humbled, |
Όταν κάποιος επαινεί το εστιατόριο εσύ παίρνεις τον έπαινο, έτσι; | When someone praises this restaurant, you get the praise, right? |
Ένας δικτάτορας που προφανώς δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και την ανθρωπότητα σκόπιμα, για να πέφτουμε ταπεινά στα γόνατα, μπροστά Του και να Τον επαινούμε με ευλάβεια. | A dictator who apparently created heaven and earth and mankind on purpose so we'd fall humbly to our knees before Him and deferentially sing His praise. |
Εγώ και οι άνθρωποί μου σε επαινούμε για τη σύλληψή του πέμπτου διώκτη του συμβουλίου, την Ζάρα. | I and my people praise your capture of the fifth council persecutor, Zara. |
Κάνε μας αντιπροσώπους της τιμωρίας Σου... για να μπορούμε να Σε επαινούμε για τη νίκη Σου. | Make us thy ministers of chastisement... that we may praise thee in thy victory. |
Κύριε, που μας έδωσες τα πάντα, Σε επαινούμε για τα δώρα Σου. | Dear Lord who gave us everything, we praise Thee for your gifts. |
Μιλάτε καλά, κύριε κι ορθά επαινείτε τον νομικό. Τι γίνεται όμως με τον άνθρωπο; | You speak well, sir, and rightly praise the barrister, but what of the man? |
- Οι πιο πολλοί μ' επαινούν γι' αυτό. | - Most people praise me for it. |
Έχετε μιλήσει σε κάποιους συναδέλφους μου, και όλοι σας επαινούν. | I believe you've spoken to some of my co-workers, and they all sing your praises. |
Όλοι σε επαινούν. | The Oversight Committee is singing your praises. |
Ότι έχεις συνηθίσει να σου φέρονται ξεχωριστά, ότι θες να σε επαινούν... και να σου λένε καλά λόγια διαρκώς. | It means you're used to being treated special. It means you need constant praise and positive feedback. |
Νομίζεις ότι θα επαίνεσα την εργασία σου για να σου φανώ αρεστός; | You think I praised your work to make you like me? |
Με επαίνεσες..; | yöu praised me. |
Ακόμη και ο συνυποψήφιος του, ο Μπάϊντεν, στις προκριματικές, επαίνεσε τον Ομπάμα ότι ήταν "καθαρός και κατανοητός". Τι ήταν αυτό; | E-even Obama's own running mate, during the primary, Biden, praised Obama as being "clean" and "articulate." What was that? |
Αυτή που ο επιθεωρητής επαίνεσε τον Τσάρλι για τη σπουδαία δουλειά στην υπόθεση Κέιμεν. | The one where the Inspector praised Charlie for his wonderful work on the Kamen job. |
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο γιος σας επαίνεσε μερικές από τις επιθέσεις από την ΗΠΑ. Ναι. | There's no doubt that your son praised some of the attacks against the U.S. |
Εντάξει, ο Δρ Sloan, Πραγματικά δεν αισθάνονται άνετα κρίνεσαι ή επαίνεσε με βάση την εμφάνισή μου. | All right, Dr. Sloan, I really don't feel comfortable being judged or praised based on my looks. |
Οι εκπρόσωποι τύπου επαίνεσαν την σχεδόν άρτια εκτέλεση από την τοπική αστυνομία... που οδήγησε σε μηδενικές απώλειες από την πλευρά της υπηρεσίας... | Homeland Security spokesmen praised the near-perfect execution of local police, citing zero casualties on the enforcement side... |
Είδα τη ντροπή στα μάτια του Γιασούνο, όταν τον επαινούσαν. | I saw the shame in Yasuno's eyes when they were praising him. |
Αυτό που βλέπω είναι Πιλάτου επαινώντας τι χρησιμεύει ο Πιλάτος. | What I see is Pilate praising what serves Pilate. |
Θα προετοιμάσω μια δήλωση επαινώντας την υπεύθυνη στάση τους και ότι και οι υπόλοιποι θα πρέπει να ακολουθήσουν. | I'll prepare a statement praising their national accountability and that the rest should follow. |
Πέθανε επαινώντας τη γυναίκα του γιου της. | She died praising her son's wife. |