Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εξειδικεύομαι (specialize) conjugation

Greek
6 examples

Conjugation of εξειδικεύομαι

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εξειδικεύομαι
I specialize
εξειδικεύεσαι
you specialize
εξειδικεύεται
he/she does specialize
εξειδικευόμαστε
we specialize
εξειδικεύεστε
you all specialize
εξειδικεύονται
they specialize
Future tense
θα εξειδικευτώ
I will specialize
θα εξειδικευτείς
you will specialize
θα εξειδικευτεί
he/she will specialize
θα εξειδικευτούμε
we will specialize
θα εξειδικευτείτε
you all will specialize
θα εξειδικευτούν
they will specialize
Aorist past tense
εξειδικεύτηκα
I specializeed
εξειδικεύτηκες
you specializeed
εξειδικεύτηκε
he/she specializeed
εξειδικευτήκαμε
we specializeed
εξειδικευτήκατε
you all specializeed
εξειδικεύτηκαν
they specializeed
Past cont. tense
εξειδικευόμουν
I was specializeing
εξειδικευόσουν
you were specializeing
εξειδικευόταν
he/she was specializeing
εξειδικευόμαστε
we were specializeing
εξειδικευόσαστε
you all were specializeing
εξειδικεύονταν
they were specializeing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
εξειδικεύου
be specializeing
εξειδικεύεστε
specialize
Perfective imperative mood
εξειδικεύσου
specialize
εξειδικευτείτε
specialize

Examples of εξειδικεύομαι

Example in GreekTranslation in English
Καθώς η φήμη μας άρχισε να εξαπλώνεται, αρχίσαμε να εξειδικευόμαστε στη θεραπεία του εθισμού που προκαλεί η κοκαΐνη.As our reputation has grown, we've begun to specialize in treating cocaine madness.
- Σωστά. Όπως τα βλαστοκύτταρα που εξειδικεύονται με το χρόνο δημιουργώντας τους ιστούς.Right, how stem cells specialize over time to create various tissues in the body.
Όταν είσαι έμβρυο, τα κύτ- ταρά σου είναι πολύ κοντά. Όταν μεγαλώνεις, απλώνονται και εξειδικεύονται.When you're a fetus, your cells are close together, when you grow, they spread out and specialize.
Ναι, εξειδικεύονται στις Καλές Τέχνες.Yeah,they--they specialize in fine art.
Οι πρωτοετείς ειδικευόμενοι δεν εξειδικεύονται.Junior residents don't specialize.
Υπάρχουν και εναλλακτικές μορφές δανεισμού, ξέρετε... υψηλού ενδιαφέροντος σπίτια που εξειδικεύονται στην ταφή σας.It's not gonna do it. There are alternative lenders, you know... high-interest houses that specialize in burying you.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'specialize':

None found.