Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εξασθενίζω (weaken) conjugation

Greek
11 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εξασθενίζω
εξασθενίζεις
εξασθενίζει
εξασθενίζουμε
εξασθενίζετε
εξασθενίζουν
Future tense
θα εξασθενίσω
θα εξασθενίσεις
θα εξασθενίσει
θα εξασθενίσουμε
θα εξασθενίσετε
θα εξασθενίσουν
Aorist past tense
εξασθένισα
εξασθένισες
εξασθένισε
εξασθενίσαμε
εξασθενίσατε
εξασθένισαν
Past cont. tense
εξασθένιζα
εξασθένιζες
εξασθένιζε
εξασθενίζαμε
εξασθενίζατε
εξασθένιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
εξασθένιζε
εξασθενίζετε
Perfective imperative mood
εξασθένισε
εξασθενίστε

Examples of εξασθενίζω

Example in GreekTranslation in English
Θα έλεγα ότι αυτό εξασθενίζει κάθε ηθική υπόσταση.I say that weakens the moral fiber.
Όταν εξασθενίζουμε τα κοινά ωφέλη, για ποιό λόγοWhen we weaken the common good, for what?
Τα πνευμόνια μου εξασθενίζουν.My lungs are weakening.
Δεν έχω γράψει εδώ και 24 ώρες επειδή η θεραπεία εξασθένισε όχι μόνο το σώμα, αλλά και το πνεύμα μου.(Scully's voice) I've not written in 24 hours because the treatment has weakened my spirit as well as my body.
Η πλημμύρα εξασθένισε το ταβάνι, στο χειρουργείο.Uh, the flood weakened the ceiling in the O. R.
Ο άνθρακας εξασθένισε το ανοσοποιητικό του σύστημα.- Anthrax weakened his immune system.
Το να είμαι τόσο κοντά στον κρυπτονίτη με εξασθένισε.Being that close to the kryptonite weakened me.
Υποψιάζομαι πως εξασθένισε προσωρινά την τοξίνη.I suspect it temporarily weakened the toxin.
Ίσως οι αισθήσεις σου έχουν εξασθενίσει... μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας.Perhaps your senses have weakened after your many years of service.
Αλλά η αρρώστια τον έχει εξασθενίσει πού. Φοβάμαι για την ζωή του.But the illness has weakened him significantly.
Ανεξάρτητα ποιός θα νικήσει, όλες οι πλευρές θα έχουν εξασθενίσει πολύ.No matter who wins, all sides will be severely weakened.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'weaken':

None found.