Θα έλεγα ότι αυτό εξασθενίζει κάθε ηθική υπόσταση. | I say that weakens the moral fiber. |
Όταν εξασθενίζουμε τα κοινά ωφέλη, για ποιό λόγο | When we weaken the common good, for what? |
Τα πνευμόνια μου εξασθενίζουν. | My lungs are weakening. |
Δεν έχω γράψει εδώ και 24 ώρες επειδή η θεραπεία εξασθένισε όχι μόνο το σώμα, αλλά και το πνεύμα μου. | (Scully's voice) I've not written in 24 hours because the treatment has weakened my spirit as well as my body. |
Η πλημμύρα εξασθένισε το ταβάνι, στο χειρουργείο. | Uh, the flood weakened the ceiling in the O. R. |
Ο άνθρακας εξασθένισε το ανοσοποιητικό του σύστημα. | - Anthrax weakened his immune system. |
Το να είμαι τόσο κοντά στον κρυπτονίτη με εξασθένισε. | Being that close to the kryptonite weakened me. |
Υποψιάζομαι πως εξασθένισε προσωρινά την τοξίνη. | I suspect it temporarily weakened the toxin. |
Ίσως οι αισθήσεις σου έχουν εξασθενίσει... μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας. | Perhaps your senses have weakened after your many years of service. |
Αλλά η αρρώστια τον έχει εξασθενίσει πού. Φοβάμαι για την ζωή του. | But the illness has weakened him significantly. |
Ανεξάρτητα ποιός θα νικήσει, όλες οι πλευρές θα έχουν εξασθενίσει πολύ. | No matter who wins, all sides will be severely weakened. |