Ότι είχα διακόψει επειδή μου ήταν δύσκολο να τον εξαπατώ. | That I had broken it off because I found it hard to deceive him. |
Αλλά δεν θέλω να τον εξαπατώ έτσι. | It's just hard for me to deceive him like this. |
Δε θέλω να εξαπατώ κανέναν. | I don't want to deceive anyone. |
Δεν ήθελα να εξαπατώ τη γυναίκα μου, αλλά ήμουν ερωτευμένος με την Κάρλα. | I didn't want to deceive my wife, but I was in love with Carla. |
Δουλειά μου δεν είναι να εξαπατώ, αλλά να δημιουργώ ευκαιρίες. | My job is not to deceive, Miss Cole. It's to create opportunities. |
#"Ω, μη με εξαπατάς, ω, μην με εγκαταλείπεις." | (SINGING) Oh, don't deceive me Oh, never leave me |
- Αυτόν τον εξαπατάς; | - Do you deceive him? |
΄Οταν μεγαλώσεις, μην εξαπατάς τους άντρες. | When you grow up, don't be the kind of woman who deceives men. |
Γιατί υποκρίνεσαι και εξαπατάς; | Why do you dissemble and deceive? |
Είπε ότι χρειάζεται μελέτη και εξάσκηση για να εξαπατάς. | He said it takes study and practice to deceive. |
Ήξερες πως ένα κοράκι δεν εξαπατά ποτέ τον σύντροφό του; | Did yöu know that a crow never deceives his mate? |
Όταν ένας άνδρας εξαπατά μια γυναίκα, αυτή νοιώθει μεγάλη μεταστροφή. | When a man deceives a woman, she feels a great revulsion. |
Αυτός που δελεάζει και εξαπατά τον κόσμο. | One who tempts and deceives the world. |
Η κάμερα δεν ψεύδεται ποτέ, ακόμη κι όταν εξαπατά. | The camera never lies, even when it deceives. |
Ποια είναι η μάγισσα που πρώτα εξαπατά, και μετά καταριέται την ψυχή του; | Who is the sorceress that first deceives, and then damns his soul? |
"Ω, τι μπερδεμένο ιστό πλέκουμε, όταν το πρώτο που μαθαίνουμε είναι να εξαπατούμε". | "oh, what a tangled web we weave When first we practice to deceive." |
Είναι στην φύση μας, να εξαπατούμε. | It's in our nature to deceive. |
Μα, ο κος Πλόρνις κι εγώ, κύριε για να μη σε εξαπατούμε, κύριε. | Well, Mr Plornish and me, sir, not to deceive you, sir. |
Πάντως η μητέρα μου λέει ότι όταν εξαπατούμε για προσωπικό κέρδος, κάνουμε το Χριστό να κλαίει. | For what it's worth, my mother says that when we deceive for personal gain, we make Jesus cry. |
Πόσο πρόθυμα όντως εξαπατούμε τους εαυτούς μας και τιμούμε την διαφθορά που μας τιμά. | How willingly we do deceive ourselves and honor the corrupt who honor us. |
Τους επόμενους μήνες θα σας μάθουμε πώς να εξαπατάτε. Να παίζετε ρόλους. Ψυχολογική αποτίμηση, πλασάρισμα, εκμετάλλευση. | Over the next few months, we're gonna teach you how to deceive, role-play, psychologically assess, sell , exploit. |
"Αλλά δεν εξαπατούν παρά μόνο τον εαυτό τους και δεν το αντιλαμβάνονται." | ♪ But they only deceive themselves and don't realise it |
"Ποτέ δεν μας εξαπατούν, απλά αυταπατόμαστε". | "we are never deceived. We deceive ourselves." |
Ή οι αισθήσεις μας, μας εξαπατούν; | Or do our senses deceive us? |
Όχι, τα μάτια μου δεν με εξαπατούν. | No, my eyes do not deceive me. |
Αλλά ακόμα κι αν δεν είχαμε... δεν ξέρουμε πώς να αποδείξουμε σαν θεμελιώδη υπόθεση... ότι τα μάτια μας δεν μας εξαπατούν ποτέ. | And even if we didn't ... we don't know how to prove as a fundamental matter... that our eyes never deceive us. |
- Το λες σαν να σ'εξαπάτησα. | When you say it like that, it sounds like I've deceived you. |
Alyosha, μην θυμώσεις μαζί μου, αλλά σε εξαπάτησα. | Alyosha, don"t be angry with me, but I"ve deceived you. |
Λυπάμαι που σε εξαπάτησα. | "l regret having deceived you." |
Ίσως να εξαπάτησα τον εαυτό μου. | Perhaps I deceived myself. |
Όμως, πρέπει να ομολογήσω... ότι σας εξαπάτησα. | But I must confess. I have deceived you. |
"Με εξαπάτησες." | "You deceived me." |
- Είναι υπέροχη. Tην απάτησες, με εξαπάτησες και τώρα θέλεις να ακυρωθεί μια νόμιμη συμφωνία επειδή δεν τήρησες τους όρκους... | You cheated on your wife, you deceived me, and now you want this court to invalidate a perfectly legal agreement, because you couldn't keep the vows you made, when you were married. |
- Με εξαπάτησες! | - You deceived me! |
- Τότε με εξαπάτησες θεία. | - Then, you have deceived me, Aunt. |
-Με εξαπάτησες! Στο σπίτι μου! Στο ίδιο μου το κρεβάτι! | You deceived me... in my own house... in my own bed! |
" Ο Ρακές Καντάμ εξαπάτησε τον λαό. " | Rakesh Kadam has deceived the people. |
"Κατάλαβε ότι η πονηρή γοργόνα το ήξερε αυτό..." "και τον εξαπάτησε." | font color = "# ffff00" "He understood that treacherous mermaid font color = "# ffff00" knew in advance font color = "# ffff00" "and had deceived him." |
"Μπορεί να με εξαπάτησε..." | She may have deceived me... |
"Το φίδι της κόλασης, του οποίου ήταν η πονηριά, ξύπνησε με το φθόνο και εκδίκηση, εξαπάτησε την μητέρα της ανθρωπότητας. | "The infernal serpent, he it was whose guile, stirred up with envy and revenge, deceived the mother of mankind. |
'Εχω προειδοποιήσει την πελάτισσά μου επανειλημμένως να μη με εξαπατήσει. 'Ομως με εξαπάτησε. | May it please the court, I have repeatedly warned my client against deceiving me in any way, but I have been deceived. |
- Αν μάθουν ότι τους εξαπατήσαμε... | If the Jem'Hadar find out that we've deceived them... |
Συγγνώμη που σας εξαπατήσαμε αλλά ο Τζορτζ χρειάζεται να πάρει μια απόφαση. | I'm soy we deceived u,but george needs to figure this out. |
Όχι, εσείς οι δύο με εξαπατήσατε. | No. You both deceived me. |
Και οι δύο με εξαπατήσατε για λιγότερα. | Both of you deceived me for much less. |
Μας εξαπατήσατε. | You've deceived us. |
Τον εξαπατήσατε επίσης. | And Rabe! You deceived him too. |
Τώρα θα μείνετε όλες εδώ γιατί με εξαπατήσατε! | Because you have proven your loyalty. Now you will all live here because you have deceived me. |
'Εχει δίκιο. Σας εξαπάτησαν. | - You have been deceived. |
'Ισως και να μας εξαπάτησαν. | - Possibly deceived. |
-'Ισως μας εξαπάτησαν σ'αυτό. | -Perhaps we might have been deceived there. -That's not likely, is it? |
-Σας εξαπάτησαν. | You have been deceived. |
Ήρθαν πόρτα-πόρτα να μας πείσουν να φύγουμε, ένας-ένας μερικές φορές εξαπάτησαν ανθρώπους για να φύγουν. | Man: [Speaking Chinese] They came door to door to persuade you to move, one by one; sometimes they deceived people into going. |
Έν αγνοία μου, τους εξαπατούσα κι ίσως μ'εξαπατούσαν κι αυτοί, | Unawares, I was deceiving them and being deceived by them. |
Μ' εξαπατούσες όπως κι εγώ. | You were deceiving me while I was deceiving you. |
Ήμουν τόσο τυφλωμένος από την δίψα μου για δύναμη, αλλά και από τον πόθο μου για την πριγκίπισσα Αριάδνη που δεν... που δεν είδα πώς με εξαπατούσε ο Πάνις. | I was so blinded by lust for power, as well as for Princess Ariana, that I- - I didn't see how Panis was deceiving me. |
Χειρίζονταν το Κύκλο λέγοντας ότι οι Κυνηγοί τούς εξαπατούσαν. | He manipulated the circle into thinking the hunters were deceiving them. |
"Ο εχθρός μας έχει εξαπατήσει!" | "The enemy has deceived us!" |
'Εχω προειδοποιήσει την πελάτισσά μου επανειλημμένως να μη με εξαπατήσει. 'Ομως με εξαπάτησε. | May it please the court, I have repeatedly warned my client against deceiving me in any way, but I have been deceived. |
- Τον έχουν εξαπατήσει. | He was deceived. |
Έχεις εξαπατήσει ολόκληρη αυτή την κοινότητα. | You have deceived this entire community. |
Έχεις εξαπατήσει ολόκληρη την κοινότητα. | You have deceived this entire community. |
Αλλά 500 θερμίδες από αφύσικα πλούσια ή επεξεργασμένη τροφή γεμίζουν το στομάχι πολύ λιγότερο, εξαπατώντας αυτούς τους υποδοχείς στο να λένε στον εγκεφάλο μας ότι πρέπει να φάμε περισσότερο. | But 500 calories of unnaturally rich or processed food fills the stomach far less, deceiving these receptors into telling our brain that we need to eat more. |
Βγάλατε κέρδη εξαπατώντας τους άλλους με ψέματα, και όταν δεν πιστεύατε οι ίδιοι, παριστάνατε ότι τα πιστεύατε, για να εξαπατείτε τους άλλους. | You made profits by deceiving others with lies, and when you didn't believe things youself, you pretended to believe them to deceive others. |
Πέρασα κάθε μέρα του γάμου μας εξαπατώντας σε, ενώ θα έπρεπε να προσπαθώ να σε κάνω ευτυχισμένη. | I spent every day of our marriage deceiving you, when I should have been trying to make you happy. |
Πώς μπορώ να μπω στο κατάστημά μου... στα γραφεία μας... γνωρίζοντας ότι τα διατήρησα εξαπατώντας ανθρώπους; Δεν μπορώ. | How can I set foot in my store, in our offices, knowing that I kept them by deceiving people? |