Εγώ τον ενορχήστρωσα, τον διευκόλυνα κι ο Πρόεδρος τον γνώριζε. | I orchestrated it, I facilitated it, and the President knew about it. |
Το ενορχήστρωσα. | I orchestrated it. |
Εσύ τα ενορχήστρωσες όλα. | You orchestrated it all. |
Με σαφήνεια και ηρεμία, ενορχήστρωσες τη βία σου. | You reflectively, calmly orchestrated your violence. |
Μην μου πεις πως έγινες παράνομος χάκερ... και ενορχήστρωσες την μεγαλύτερη επίθεση SCADA, που έχουμε δει επειδή σε εκφόβιζαν. | But you can't tell me you put on the black hat and orchestrated the largest SCADA attack we've seen because you were bullied. |
Ξέρουμε ότι τα ενορχήστρωσες όλα για να πλησιάσεις τον πρ. Ντόγκετ. | We know that you orchestrated this entire thing in order to get close to Agent Doggett. |
Χάρη στην απληστία, παγίδευσες τον 'λβαρεζ, ύστερα ενορχήστρωσες την απόπειρα ληστείας για να τον εμπλέξεις. | And then you used Alvarez's greed in order to ensnare him, and then orchestrated the attempted bank robbery in order to implicate him. |
Henry ενορχήστρωσε την ελικόπτερο επίθεσης στην Κοπεγχάγη, και την αποτροπή βομβιστικής επίθεσης της στελεχών Solstar στο Μεντεγίν. | Henry orchestrated the helicopter attack in Copenhagen, and the foiled bombing of Solstar executives in Medellin. |
Έτσι, πριν από την δίκη της εκκίνησης, δεν ξέρατε ότι ο Stephen Huntley ενορχήστρωσε τις δολοφονίες; | So prior to her trial starting, you didn't know that Stephen Huntley orchestrated those murders? |
Όμως, ο άνθρωπος που ενορχήστρωσε αυτή τη συμφωνία. | But, the man who orchestrated this deal. |
Ότι ο Τζέι Μπεργκες το ενορχήστρωσε προσεκτικά όλο αυτό. | That Jay Burgess carefully orchestrated all of it. |
Αλλά ξέρω ότι ενορχήστρωσε το μεγαλύτερο μέρος. | But I know he orchestrated much of this. |
Εσείς οι δυο οι κουφιοκέφαλοι ενορχηστρώσατε μια μικρή απάτη, ώστε η ταινία σας να μην είναι εντελώς χάσιμο χρόνου. Και βρήκατε τους δυο βλάκες, που τα πιστεύουν. | You two Nimrods have orchestrated a little hoax so that your film's not a total waste of time, and you found the perfect two chowderheads to fall for it. |
Ο Ζάντερ Φενγκ ισχυρίζεται ότι όχι μόνο διευκολύνατε, αλλά ότι το ενορχηστρώσατε. | Xander Feng claims you not only facilitated, you orchestrated the scheme. |
Δεν μπορώ να δεχτώ μια κατηγορία, ενορχηστρώνοντας μια απάτη για να εξαπατήσω το έθνος μας. | I cannot risk being accused of orchestrating a fraud to deceive our nation. |
Κρατώντας το χέρι σου, ενορχηστρώνοντας την επιστροφή σου στη σκηνή απλά φαίνεται ότι δεν αισθάνεται τόσο άσχημα με το να παίρνει τα φώτα της δημοσιότητας από σένα. | Holding your hand, orchestrating your return to the stage just so she doesn't feel so bad about hogging the spotlight from you. |
Οι απόψεις των αξιωματούχων της αστυνομίας είναι ότι και ο ίδιος ο Λουκ Μπλέιντ είναι αναμεμειγμένος, ενορχηστρώνοντας την πιο θανατηφόρα του ψευδαίσθηση μέχρι σήμερα. | Speculation among police officials is that luke blade himself is involved, orchestrating his deadliest illusion yet. |
CWho θα μπορούσε να έχει ενορχηστρώσει αυτό; | Who could have orchestrated this? |
Από τη στιγμή που ήταν προφανές ότι ο πρύτανης είχε ενορχηστρώσει τα πάντα, ήταν ακόμη πιο προφανές ότι ο πρύτανης ήταν πολύ χαζός για να ενορχηστρώσει κάτι. | How to be a crappy friend. Once it was obvious the dean had orchestrated everything, it was even more obvious the dean was too stupid to orchestrate anything. |
Πιστεύω πως αν είχες ενορχηστρώσει την απαγωγή, | I believe... that if you had orchestrated this kidnapping... |