Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ενθρονίζω (give in) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ενθρονίζω
ενθρονίζεις
ενθρονίζει
ενθρονίζουμε
ενθρονίζετε
ενθρονίζουν
Future tense
θα ενθρονίσω
θα ενθρονίσεις
θα ενθρονίσει
θα ενθρονίσουμε
θα ενθρονίσετε
θα ενθρονίσουν
Aorist past tense
ενθρόνισα
ενθρόνισες
ενθρόνισε
ενθρονίσαμε
ενθρονίσατε
ενθρόνισαν
Past cont. tense
ενθρόνιζα
ενθρόνιζες
ενθρόνιζε
ενθρονίζαμε
ενθρονίζατε
ενθρόνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ενθρόνιζε
ενθρονίζετε
Perfective imperative mood
ενθρόνισε
ενθρονίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

εκθρονίζω
effeminate

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'give in':

None found.