Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εμπορευματοποιούμαι (ram) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εμπορευματοποιούμαι
εμπορευματοποιείσαι
εμπορευματοποιείται
εμπορευματοποιούμαστε
εμπορευματοποιείστε
εμπορευματοποιούνται
Future tense
θα εμπορευματοποιηθώ
θα εμπορευματοποιηθείς
θα εμπορευματοποιηθεί
θα εμπορευματοποιηθούμε
θα εμπορευματοποιηθείτε
θα εμπορευματοποιηθούν
Aorist past tense
εμπορευματοποιήθηκα
εμπορευματοποιήθηκες
εμπορευματοποιήθηκε
εμπορευματοποιηθήκαμε
εμπορευματοποιηθήκατε
εμπορευματοποιήθηκαν
Past cont. tense
εμπορευματοποιούμουν
εμπορευματοποιούσουν
εμπορευματοποιούνταν
εμπορευματοποιούμαστε
εμπορευματοποιούσαστε
εμπορευματοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
εμπορευματοποιήσου
εμπορευματοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'ram':

None found.