Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ελαχιστοποιούμαι (oil-paint) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ελαχιστοποιούμαι
ελαχιστοποιείσαι
ελαχιστοποιείται
ελαχιστοποιούμαστε
ελαχιστοποιείστε
ελαχιστοποιούνται
Future tense
θα ελαχιστοποιηθώ
θα ελαχιστοποιηθείς
θα ελαχιστοποιηθεί
θα ελαχιστοποιηθούμε
θα ελαχιστοποιηθείτε
θα ελαχιστοποιηθούν
Aorist past tense
ελαχιστοποιήθηκα
ελαχιστοποιήθηκες
ελαχιστοποιήθηκε
ελαχιστοποιηθήκαμε
ελαχιστοποιηθήκατε
ελαχιστοποιήθηκαν
Past cont. tense
ελαχιστοποιούμουν
ελαχιστοποιούσουν
ελαχιστοποιούνταν
ελαχιστοποιούμαστε
ελαχιστοποιούσαστε
ελαχιστοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
ελαχιστοποιήσου
ελαχιστοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'oil-paint':

None found.