Θεε μου, εκτροχιάζει το τρένο πατάει σε πτώματα για μερικές μπύρες? | He derails his train and steps over bodies to have a few beers? |
Αλλα ξέρω επίσης πως κατα κάποιον τροπο, εκτροχίασα την ζωή της. | But I also know that in some ways, I derailed her life. |
- Ναι, αλλά μας εκτροχίασες. | - Yeah, but you derailed us. |
- Ο ελεγκτής εκτροχίασε το τρένο. | - The conductor derailed the train. |
Ένα φορτηγό γεμάτο C4 μόλις εκτροχίασε ένα τρένο στην Σάντα Κλαρίτα. | A truck loaded with C4 just derailed a train in Santa Clarita. |
Ανατίναξε αεροπλάνα και εκτροχίασε τραίνα... υπάρχουν όμως και οδηγοί πολύ πιο επικίνδυνοι. | He blew up planes and derailed trains but road hogs are much more dangerous. |
Είχε δημοσιεύσει σημαντικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της προδημοσίευσης του Εκπαιδευτικού Νομοσχεδίου καθώς και το άρθρο της Πανεπιστημιακής εφημερίδας που εκτροχίασε την υποψηφιότητα του βουλευτή Μάικλ Κερν για Υπ. Εξωτερικών. | Barnes broke several major stories including an early draft of the Education Reform and Achievement Act, as well as a college newspaper article that derailed Senator Michael Kern's nomination for Secretary of State. |
Η επίθεση ξεκίνησε πριν λίγο, όταν ένας άνδρας εκτροχίασε ένα τρένο. | The attack began minutes ago, when the man single-handedly derailed a train. |
Μπορεί να κάνατε την πλάκα σας σκίζοντας κανα δυο φακέλους, αλλά εκτροχιάσατε τις διαπραγματεύσεις, και θα είναι δύσκολο να τις ξαναβάλουμε σε μια σειρά. | You may have had fun destroying some files, but you've also derailed negotiations, and it won't be easy to get them back on track. |
Ήρθαμε να σκοτώσουμε τους μπάσταρδους που εκτροχίασαν το τραίνο. | We came to kill the bastards who derailed the train. We got 'em. |
Ίσως το εκτροχίασαν. | Maybe it derailed. |
Όσο κι αν τον εκτροχίασαν στην πορεία, πάντα έβρισκε λύσεις. | No matter how they derailed him along the way, he made it work at every step. |
Ναι, καλά, άκου τώρα: ο Ντουράντ θέλει να πάω με τους γιάνκηδες και να σκοτώσω τους ινδιάνους που εκτροχίασαν το τρένο. | Yeah, well, look here, Durant wants me to ride out with them Yankees and kill the Indians what derailed the train. |
Το εκτροχίασαν, προκαλώντας ζημιές εκατομμυρίων. | They derailed it, causing millions in damage. |
Η ανικανότητά σου να ελέγξεις τον εαυτό σου έχει εκτροχιάσει εντελώς το σχέδιό μας. | Your inability to control yourself has completely derailed our scheme. |
Τα θαλάσσωσες. 'Επρεπε να το είχες εκτροχιάσει όπως είπα. | It's your mess, Frank. You should've listened to me and derailed her. |