Εσύ κρίνεις, εσύ καταδικάζεις, άρα εσύ εκτελείς. | You judge,you sentence,so you execute. |
Εξετάζεις μια κατάσταση,προγραμματίζεις ένα σχέδιο δράσης,το εκτελείς. | You examine asituation, you plan a course of action, you execute it. |
Από σήμερα και στο εξής για κάθε Γάλλο που δολοφονείται, θα εκτελούμε πέντε Σύριους ομήρους. | From today on for every Frenchman murdered, we will execute five Syrian hostages. |
Ω, αν εκτελούμε. | Oh, execute. |
Και εμείς απλά εκτελούμε αυτά που οι άλλοι τα βρίσκουν ενδιαφέροντα. | And we just execute things that others are interested in. |
Εις το όνομα της τοπικής ιταλικής κυβερνήσεως... εκτελούμε την απόφαση του στρατιωτικού δικαστηρίου της Βεγγάζης, της 15 Σεπτεμβρίου 1931, έτος 9 της φασιστικής περιόδου. | In the name of the Government of the Italian Selanaica, we execute this sentence as decreed by the military tribunal of Benghazi of the 15th day of September 1931, year 9 of the fascist era. |
B: Ανοίγουμε μερικά απο τα καπάκια των πυραύλων... και εκτελούμε μια σύντομη κατάδυση. | B - we open some of our missile hatches, execute a short dive. |
Είδα να εκτελούν 12 ανθρώπους στο χωριό μου. | I have seen 12 people in my village executed. |
Στο όνομα Αυτού που Βαδίζει πίσω από τα Ρόδα θα εκτελέσω εγώ την απόφαση. | In the name of He Who Walks Behind the Rows... I will execute the judgment. |
Αν αποτύχουν, θα εκτελέσεις το σχέδιο 2. | If they happen to fail, you will execute Plan 2. |
Αν δεν το βρείτε... εσύ προσωπικά θα εκτελέσεις τον Βασιλιά. | If you are wrong, you personally will execute the King. |
Θα έχουμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού, Κε Τούβοκ. Για να μην αναφέρουμε έναν επιχειρησιακό αξιωματικό ο οποίος θα εκτελέσει ένα χειρουργικό χτύπημα. | We'll have the element of surprise, Mr. Tuvok, not to mention a Tactical Officer who l'm sure will execute a precision strike. |
Ο Κυβερνήτης Όντιους θα εκτελέσει τον δίδυμο αδελφό σου αύριο το πρωί. | Governor Odious will execute your twin brother tomorrow morning. |
Θα δουν μια μαζική δύναμη επίθεσης και θα ξετρυπώσουν. Έτσι η Ρόμυ και εγώ θα εκτελέσουμε μια συγκεκαλυμμένη εισβολή. | they'd see a massive assault force and bug out, so rommie and i will execute a covert insertion. |
Ή αλλιως στις 6:00, θα εκτελέσουν ένα παιδί για κάθε ώρα που παραμένετε ελεύθεροι. | Or starting at 6:00, they will execute one child for every hour you remain free. |
Γαβριέλλα,νομίζεις πως εκτέλεσα την Καλλιστώ; | Gabrielle, do you think I executed Callisto? |
Τον εκτέλεσα. Αλλά διατήρησα το Γραπτό του. Δεν ξέρω γιατί. | l executed him, but l kept his Writ, l don't know why. |
Μπορεί να΄ταν δική τους ιδέα, αλλά εγώ εκτέλεσα το σχέδιο. | It may have been their invitation, but it was my party. I planned and executed it. |
Ήξερε ότι εκτέλεσα την... Δημόσιο καταγραφή. | He knew i executed my... public record. |
Είναι ώρα να πληρώσω για τους δύο άντρες που εκτέλεσα. | It's time to pay for the two men I executed. |
Αυτόν που καταδίκασες σε θάνατο και τον εκτέλεσες μέσα σε μια νύχτα. | That you had sentanced to death and executed in one night. |
Τον εκτέλεσες με ένα τρομερό τρόπο. | You executed him in a terrible way. |
Και εκτέλεσες το καθήκον σου πιστά και καλά. | And you have, at times, executed your duties faithfully. |
Έτσι εκτέλεσες την αδερφή μου για μια παρεξήγηση. | So you executed my sister on a misunderstanding. |
- Τον εκτέλεσες; | - You executed him? |
Λέω συνεχώς στον εαυτό μου... ότι αυτός ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, που εκτέλεσε τον Δήμιο, είναι ένας μεγάλος πατριώτης, ένας ήρωας! | I say to myself, again, and again... this man, whoever he is... whoever executed "the Hangman", is a great patriot... a hero! |
Μέσα στις παραισθήσεις του εκτέλεσε μια διαβολική εκδίκηση για φανταστικά αδικήματα και στο τέλος αυτοκτόνησε. | In his deluded state he executed a diabolical revenge for imagined wrongs and at the last took his own life. |
Και ο αυτοκράτορας των Αζτέκων, Μοντεζούμα ίσως να είναι αυτός εκτέλεσε αμέσως τους αστρολόγους του. | And the Aztec emperor, Moctezuma maybe this is he promptly executed his astrologers. |
- Zwei - εκτέλεσε... | - Zwei... execute... |
Πρόσφατα εκτέλεσε έναν από τους ακολούθους του που λεγόταν James. | Not much, I imagine. He recently executed one of his followers called James. |
Τον εκτελέσαμε. | He has been executed. |
Δεν το εκτελέσαμε; | Didn't we execute it? |
Εδώ, επιταχύναμε και εκτελέσαμε δεξιά στροφή 27 μοιρών. | Here, we accelerated and executed a starboard turn of 27 degrees. |
Τον εκτελέσαμε για πρώτη φορά, το 2008. | We executed him for the first time in 2008. |
Τι έλεγαν, ότι εκτελέσαμε τον "Κάπτεν Χάρλευ"; - Ναι. | That was on the telly, that we executed Captain Harley? |