Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εκβαρβαρώνω (guarantee) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εκβαρβαρώνω
εκβαρβαρώνεις
εκβαρβαρώνει
εκβαρβαρώνουμε
εκβαρβαρώνετε
εκβαρβαρώνουνε
Future tense
θα εκβαρβαρώσω
θα εκβαρβαρώσεις
θα εκβαρβαρώσει
θα εκβαρβαρώσουμε
θα εκβαρβαρώσετε
θα εκβαρβαρώσουνε
Aorist past tense
εκβαρβάρωσα
εκβαρβάρωσες
εκβαρβάρωσε
εκβαρβαρώσαμε
εκβαρβαρώσατε
εκβαρβάρωσαν
Past cont. tense
εκβαρβάρωνα
εκβαρβάρωνες
εκβαρβάρωνε
εκβαρβαρώναμε
εκβαρβαρώνατε
εκβαρβάρωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
εκβαρβάρωνε
εκβαρβαρώνετε
Perfective imperative mood
εκβαρβάρωσε
εκβαρβαρώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'guarantee':

None found.