Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Δύναμαι (am able) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
δύναμαι
δύναμαεις
δύναμαει
δύναμαουμε
δύναμαετε
δύναμαουν
Future tense
θα δυνηθώ
θα δυνηθείς
θα δυνηθεί
θα δυνηθούμε
θα δυνηθείτε
θα δυνηθούν
Aorist past tense
ηδυνήθην
ηδυνήθηες
ηδυνήθηε
ηδυνηθήαμε
ηδυνηθήατε
ηδυνήθην
Past cont. tense
έδυναμαόμουν
έδυναμαόσουν
έδυναμαόταν
έδυναμαόμαστε
έδυναμαόσαστε
έδυναμαόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
δυνήσου
δυνηθείτε
Perfective imperative mood
να δύναμαεις
δύναμαετε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'am able':

None found.