Μην ανησυχείς, απλά δυσλειτουργείς. | No wonder you're malfunctioning. |
Προφανώς, δυσλειτουργείς. | You're obviously malfunctioning. |
Τώρα πες μου, μπορείς να μιλήσεις ή δυσλειτουργείς; | Now, tell me-- absolutely can you talk or are you malfunctioning? |
Αν υποστεί κάποιο είδος νευρικού κλονισμού, με όλο το σύστημα του εγκεφάλου να δυσλειτουργεί τότε πιθανόν να βρει μια δίοδο προς το παρελθόν του. | Should he suffer anything like a nervous breakdown, where all the mental circuitry malfunctions, then he might possibly find a route into his past. |
Και βρήκαμε ότι μερικές φορές ο εγκέφαλος δυσλειτουργεί. | And we have found out that sometimes the brain malfunctions. |
Ο εγκέφαλος δυσλειτουργεί, δημιουργώντας λανθασμένες αναμνήσεις. | The brain malfunctions, creating false memories. |
Ίσως να δυσλειτουργούμε. | Maybe we did malfunction. |
- Και τώρα δυσλειτουργούν. | - They're malfunctioning now. |
- Οι αισθητήρες δυσλειτουργούν. | Navigational sensors are malfunctioning. |
Έκανα τα alerts να δείχνουν ότι δυσλειτουργούν, αλλά καμία απάντηση ως τώρα. | Any-Anything? Um, made the alerts look like they're malfunctioning, but no response yet. |
Ίσως αυτό δυσλειτουργούν. | Maybe that's what's malfunctioning. |
Ίσως οι οπτικές σου υπορουτίνες να δυσλειτουργούν. | Perhaps your visual subroutines are malfunctioning. |
'κου, το όπλο του δράστη δυσλειτούργησε. | Yes, Eric. Listen, our shooter's weapon malfunctioned. |
'ρα, η νάρκη που έκανε ζημιά στο Ντροβάνα δυσλειτούργησε ή εξερράγη πρόωρα. | So, the mine that damaged the Drovana must have malfunctioned or been set off prematurely. |
Ίσως να δυσλειτούργησε. | Maybe it malfunctioned. |
Όχι, μηνύουμε τον σχεδιαστή... του όπλου 3D που δυσλειτούργησε και άφησε ανάπηρο τον πελάτη μας. | No, we're suing the designer of the 3-D gun that malfunctioned and crippled our client. |
Αλλά η αριστερή μεριά δυσλειτούργησε. | But the left side malfunctioned. |
Είπαν πως και η ηλεκτρονική κλειδαριά του κελιού... και οι κάμερες... μπορεί να δυσλειτούργησαν εξαιτίας κάποιου ηλεκτρομαγνητισμού. | They said, both the holding cell lock and cameras could have malfunctioned because of something electromagnetic. |
Οι προωθητήρες του μάλλον δυσλειτούργησαν. | It's rocket must have malfunctioned. |
Εκτός κι αν το έθεσε εκτός επειδή δυσλειτουργούσε. | Unless he shut it off because it was malfunctioning. |
Οι Χιρότζεν είπαν πως δυσλειτουργούσατε. | That's only because the Hirogen told them you were malfunctioning. |