Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Δραματοποιούμαι (glorify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
δραματοποιούμαι
δραματοποιείσαι
δραματοποιείται
δραματοποιούμαστε
δραματοποιείστε
δραματοποιούνται
Future tense
θα δραματοποιηθώ
θα δραματοποιηθείς
θα δραματοποιηθεί
θα δραματοποιηθούμε
θα δραματοποιηθείτε
θα δραματοποιηθούν
Aorist past tense
δραματοποιήθηκα
δραματοποιήθηκες
δραματοποιήθηκε
δραματοποιηθήκαμε
δραματοποιηθήκατε
δραματοποιήθηκαν
Past cont. tense
δραματοποιούμουν
δραματοποιούσουν
δραματοποιούνταν
δραματοποιούμαστε
δραματοποιούσαστε
δραματοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
δραματοποιήσου
δραματοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'glorify':

None found.