Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Δουλεύομαι (glorify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
δουλεύομαι
δουλεύεσαι
δουλεύεται
δουλευόμαστε
δουλεύεστε
δουλεύονται
Future tense
θα δουλευτώ
θα δουλευτείς
θα δουλευτεί
θα δουλευτούμε
θα δουλευτείτε
θα δουλευτούν
Aorist past tense
δουλεύτηκα
δουλεύτηκες
δουλεύτηκε
δουλευτήκαμε
δουλευτήκατε
δουλεύτηκαν
Past cont. tense
δουλευόμουν
δουλευόσουν
δουλευόταν
δουλευόμαστε
δουλευόσαστε
δουλεύονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
δουλεύου
δουλεύεστε
Perfective imperative mood
δουλέψου
δουλευτείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

δολιεύομαι
indoctrinate

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'glorify':

None found.