Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διπλοκλειδώνω (correct) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διπλοκλειδώνω
διπλοκλειδώνεις
διπλοκλειδώνει
διπλοκλειδώνουμε
διπλοκλειδώνετε
διπλοκλειδώνουνε
Future tense
θα διπλοκλειδώσω
θα διπλοκλειδώσεις
θα διπλοκλειδώσει
θα διπλοκλειδώσουμε
θα διπλοκλειδώσετε
θα διπλοκλειδώσουνε
Aorist past tense
διπλοκλείδωσα
διπλοκλείδωσες
διπλοκλείδωσε
διπλοκλειδώσαμε
διπλοκλειδώσατε
διπλοκλείδωσαν
Past cont. tense
διπλοκλείδωνα
διπλοκλείδωνες
διπλοκλείδωνε
διπλοκλειδώναμε
διπλοκλειδώνατε
διπλοκλείδωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διπλοκλείδωνε
διπλοκλειδώνετε
Perfective imperative mood
διπλοκλείδωσε
διπλοκλειδώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'correct':

None found.