Βλέπω τα 50 και τα διπλασιάζω. | And I got 50 I'd like to double. |
Αυτό σημαίνει ότο διπλασιάζεις, που σημαίνει ότι έχεις 14, βλέπεις; | It means doubles, which always means you get 14, ya see? |
Αν βγαίνεις με κάποιον στο μέγεθός σου... αμέσως διπλασιάζεις την γκαρνταρόμπα σου. | If you're going out with someone your size right there, you double your wardrobe. |
Οι νάνοι είναι βαρύτεροι, οπότε διπλασιάζεις το βάρος. | Midgets are heavier, so you double the weight. |
Οι νάνοι είναι πιο βαρυκόκαλλοι οπότε διπλασιάζεις το βάρος. | Midgets have denser bones so you double the weight. |
Βρήκες την φόρμουλα... τετραπλασιάζοντας την παροχή ενέργειας, διπλασιάζεις τον χρόνο που ταξιδεύεις. | You found the formula- quadruple the power fed in doubles the time traveled. |
- Τότε, τα διπλασιάζουμε! | - In that case, we'll double it. - What? |
Αφού είμαστε που είμαστε εδώ, γιατί δεν διπλασιάζουμε την παραγωγή; | Whilst we're at it, why don't we double the piecework? Eh? |
Στο εξάμηνο διπλασιάζουμε το κεφάλαιό μας. | At which point, we double our investment. |
Σε λίγο καιρό, θα υπάρχουν σκληροί δίσκοι που θα συνδέονται με το μυαλό μας... κι έτσι θα διπλασιάζουμε τις γνώσεις μας. | Soon you can buy a disc and connect it to your brain and double your knowledge. |
Θα χωριστούμε έχουμε δύο κλειδιά και διπλασιάζουμε τις πιθανότητες να κερδίσουμε. | We take two keys. We double our chances of winning. |
Το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε είναι ότι οι τσίχλες διπλασιάζουν τη γεύση δεν προκαλούν ανωμαλίες! | I'm sorry, but the message that we're trying to get across is that Dubble Bubble doubles the taste, not causes birth defects. |
Πιαθνότατα, οι Κλίνγκον θα διπλασιάζουν την επικήρυξη σου. | It's likely the Klingons will double their bounty. |
Οι κατασκευαστικές όπλων βγάζουνε περιουσίες φτιάχνοντας όπλα ώστε ο βομβαρδισμός να γυρίσει τη χώρα πίσω στην Εποχή του Λίθου και διπλασιάζουν τα κέρδη τους από τις ανοικοδομήσεις των χωρών αυτών. | Military contractors make fortunes building weapons that bomb countries back to the stone age. Then they double their money getting government contracts to rebuild war zones. |
Δύο γεγονότα, διπλασιάζουν το κέρδος. | Two events, double the take. |
Βλέπεις... το μόνο που κάνουν είναι να διπλασιάζουν την τιμή της πρώτης συσκευασίας και μετά να σου πασάρουν τη δεύτερη "δωρεάν". | See, they just double the price of the first jar then they toss in the second one "for free." |
Πήγαινε και πες τους αποκαρδιωμένους συμπαίκτες σου ότι θα διπλασιάσω τις αμοιβές τους. | You go and tell your team-mates who are losing heart that I will double their salaries. |
Θεωρείται πως η Σοβιετική Ένωση θα διπλασιάσει τον αριθμό. | It's thought the USSR will double that. |
Ο πελάτης θα διπλασιάσει τη συνηθισμένη αμοιβή σου για ένα μέρος της δουλειάς. | The client will double your usual fee for a fraction of the work. |
Αυτή η ειδική αποστολή, θα διπλασιάσει τον μισθό σου. | This special op will double your pay. |
Αυτή η κεφαλαιοποίηση θα διπλασιάσει το μέγεθός μας και αυτό θα του αλλάξει γνώμη. | This capitalization will double our size and that will turn his head. |
Η Hasbro θα διπλασιάσει τα κέρδη μέσα σε μια νύχτα. | Hasbro will double it's profits over night. |
Από σήμερα θα διπλασιάσουμε τις επιχειρήσεις διάσωσης. | Starting today, we will double the rescue. |
Πίανεις το πλάσμα, το καταστρέφεις και εμείς θα διπλασιάσουμε την αμοιβή σας. | You get that creature, you destroy it and we will double your reward. |
Ο Καλβέρο μου έδωσε μια πίστα, διπλασίασα τη μίζα στον ιππόδρομο! | Wait a minute! Calvero gave me three horses and I doubled up on them! |
Γιατί τα διπλασίασα; | Why did I double it? |
Παίρνει το βασικό μισθό, κι έτσι τον διπλασίασα. | Her salary is a base, so l doubled it. |
Τα διπλασίασα. | I doubled the money. |
Κατά λάθος διπλασίασα τη συνταγή για τα μπισκότα. | I accidentally doubled my cookie recipe. |
Με βοήθησες να σώσω ένα φίλο και διπλασίασες το μέγεθος του στόλου μας. | You helped me save a friend AND you doubled the size of our fleet. |
Εσύ διπλασίασες το χρέος μου προς τον 'μπρος. | It's very bad. Look, you just single-handedly doubled my debt to Ambrose, okay? |
Γι' αυτό διπλασίασες το μισθό του; | Is that why you doubled his salary? |
Και αν βάλουμε και το γενναιόδωρο διακανονισμό με την Αστυνομία του Λος Άντζελες για τη λανθασμένη σύλληψη σου, σχεδόν διπλασίασες την αξία του δικτύου σου μέσα σε λίγους μήνες. | And when we add in the generous settlement from the LAPD for your false arrest, you've almost doubled your net worth in a few short months. |
Έτσι δεν διπλασίασες τον προϋπολογισμό των μυστικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν; | Isn't that how you were able to double the CIA budget for black approps in Afghanistan just by saying so? |
Του μίλησε πολύ για την Κυνεγόνδη· κι' ο Αγαθούλης του είπε, πως θα ζητούσε συγγνώμη από την ωραία του για την απιστία, που της έκανε, όταν θα την έβλεπε στη Βενετία. Ο Περιγουρδίνος διπλασίασε τις φιλοφρονήσεις, τις περιποιήσεις του κ' έδειχνε τρυφερό ενδιαφέρο για ό,τι έλεγε ο Αγαθούλης, για ό,τι έκαμνε, για ό,τι ήθελε να κάνη. — Έχετε λοιπόν, κύριε, του είπε, ραντεβού στη Βενετία; | The abbe redoubled his civilities and seemed to interest himself warmly in everything that Candide said, did, or seemed inclined to do. |
Λέον, διπλασίασε τις προσπάθειές σου... για να πάρει πίσω στη Μόσχα ευχάριστες αναμνήσεις η μαντάμ. | Leon, be sure and redouble your efforts... so madame can take some pleasant memories when she returns to Moscow. -Good night, Leon. |
Κύριε Ρόσυ, διπλασίασε την σκοπιά και ετοιμάσου για κάθε έκτακτη ανάγκη. | Mr. Rossi, double your watch and be ready for any emergency. |
Αν το νομίζεις, τότε διπλασίασε. | If I have no chance, double it. |
Λοχία, διπλασίασε τους σκοπούς. | Sergeant, double your guards. |
Τώρα, διπλασιάσαμε τα λεφτά τους, το βλέπεις; | Now, we've doubled their money, you see that? |
Καλύτερη Κυβέρνηση Εκφοβισμού ΒΡΕΤΑΝΟΣ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕ ΣΤΙΣ 11 ...και διπλασιάσαμε τους φρουρούς του Δρ Φλαμώντ. | All military leaves have been cancelled, and we have doubled the guard around Dr Flammond. |
Δε σας έχω δει από τότε που διπλασιάσαμε τις τιμές μας. | I haven't seen you since we doubled our prices. |
Λοιπόν... τα διπλασιάσαμε. | Well, uh... we doubled it. |
διπλασιάσαμε τα εφέ, Ρόλαντ, δύο στον καθένα. | We doubled up on the squibs, Roland, two each. |