Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διεκπεραιώνω (conclude) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διεκπεραιώνω
διεκπεραιώνεις
διεκπεραιώνει
διεκπεραιώνουμε
διεκπεραιώνετε
διεκπεραιώνουνε
Future tense
θα διεκπεραιώσω
θα διεκπεραιώσεις
θα διεκπεραιώσει
θα διεκπεραιώσουμε
θα διεκπεραιώσετε
θα διεκπεραιώσουνε
Aorist past tense
διεκπεραίωσα
διεκπεραίωσες
διεκπεραίωσε
διεκπεραιώσαμε
διεκπεραιώσατε
διεκπεραίωσαν
Past cont. tense
διεκπεραίωνα
διεκπεραίωνες
διεκπεραίωνε
διεκπεραιώναμε
διεκπεραιώνατε
διεκπεραίωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διεκπεραίωνε
διεκπεραιώνετε
Perfective imperative mood
διεκπεραίωσε
διεκπεραιώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'conclude':

None found.