Αν δεν διεκδικώ ότι μου ανήκει, θα'μαι ένα τίποτα. | I've got to claim what's mine, or I'll be nothing as long as I live. |
Η πόλη της Καλαχάρα ανήκει στην Αραγονία και τη διεκδικώ. | The city of Calahorra belongs to Aragon, and I've come to claim it. |
Έχεις κακιά συνήθεια, ΜακΝαμάρα, να διεκδικείς τα ξένα χωράφια. | That's a bad habit you got there, McNamara. Jumping claims. |
Γιατί διεκδικείς το μερίδιο μου; | What did you re-stake my claim for? |
Ποιον διεκδικείς; | Who do you claim? |
"Με όποιο ψεύτικο χαμόγελο, σε ό,τι κι αν διεκδικείς..." | . Every smile you fake, every claim you stake. |
Τί δόξα διεκδικείς; | What's your claim to fame? |
"...και διεκδικούμε σώστρα ανοιχτής θαλάσσης... | "and do hereby claim salvage on the high seas |
Σήμερα διεκδικούμε τη Γη για την ανθρωπότητα. | Today... we reclaim... Earth... for humanity. |
Πάντως, της είπα ότι στον 21 ο αιώνα δε διεκδικούμε γονικό ρόλο, χωρίς αποδείξεις DΝΑ. | Anyway, I told Ms. Dunlevy that in the 21 st century people shouldn't make claims like hers without the DNA to back them up. |
Ο Μπάρκσντειλ θα μας πει αδύναμους επειδή δεν διεκδικούμε τα δικά μας. | Barksdale gonna think we weak, not coming out to claim what's ours. |
Εμείς επιτύχαμε αυτή τη νίκη, γι' αυτό διεκδικούμε τα λάφυρα. | We achieved this victory, therefore we claim the spoils. |
Όλοι οι μπάτσοι του Μπρέντγουντ διεκδικούν τη δόξα για το χτύπημα. | Every cop in Brentwood is claiming credit for the shot. |
Ποιός σκότωσε τον Σλόαν στην κουζίνα; 'σε τους Ρώσσους να διεκδικούν μεγαλύτερους δορυφόρους. | Let the Russians claim bigger satellites. |
Τώρα συζητούν πόσο μεγάλο μέρος της Φιλανδίας θέλουν και ότι θεωρούν σωστό το διεκδικούν. | They are now discussing how big a part of Finland they want - and what right they have to claim it. |
Κύριε... ξέρετε πόσοι βγαίνουν κάθε χρόνο, και διεκδικούν την πατρότητα μεγάλων έργων, πχ του 'μλετ, ή της Ενάτης του Μπετόβεν; | Sir... have you any idea how many men step forward each year... to claim credit for Hamlet... or Beethoven's Ninth Symphony? |
Οι εξτρεμιστικές αυτές ομάδες διεκδικούν ως ιδρυτή τους τον δημαγωγό Νάθαν Χολν. | One of the most radical and powerful of these groups claims as its founder, the famed motivational speaker Nathan Holn. |
Όπου θα διεκδικήσω όλα αυτά που είναι δικά μου | "Where I will claim all that is mine |
Αν θέλεις την ηθική υποστήριξη του Βατικανού για ότι και αν κάνεις, για το υπόλοιπο της ζωής σου, θα διεκδικήσεις την Αγγλία τώρα. | If you want the Vatican's righteous support for anything you do, for the rest of your life, you will claim England now. |
Αν θέλεις τη Γαλλία ως σύμμαχο, θα διεκδικήσεις την Αγγλία τώρα. | If you want France as an ally, you will claim England now. |
Και θα διεκδικήσει την κληρονομιά της με την πλήρη δύναμη του νόμου. | And she will claim her legacy with the full force of the law. |
Ποιος θα διεκδικήσει το βραβείο; | Who will claim the prize? |
Όταν ανέλθεις, θα διεκδικήσουμε αυτό το μέρος ως δικό μας. | When you rise, we will claim this place as our own. |
Σας έχω ενώσει, εκπαιδεύσει... ετοιμάσει για την μέρα που θα διεκδικήσουμε αυτήν την υποσχόμενη γη για δική μας. | I have united you, trained you prepared you for the day when we will claim this promised land as our own. |
Καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικά επεισόδια θα διεκδικήσουν τις ζωές 460.000 Αμερικανών γυναίκων. | Heart disease and stroke will claim the lives of 460,000 American women. |
Ο σύζυγός της ήταν στη θάλασσα. Έτσι διεκδίκησα όλους τους χορούς. | Her husband was at sea, so I claimed every dance. |
Και δεν διεκδίκησα τις $25,000. | And I haven't tried to claim the $25,000. |
διεκδίκησα δύο αεροπλάνα που κατέρριψε. | I claimed two planes he shot down. |
Το διεκδίκησα αφότου πέθανε. | I claimed it after he died. |
Εγώ σε διεκδίκησα στο όνομα της Γαλλίας πριν 4 χρόνια. | Wait a minute. I claimed you in the name of France four years ago. |
Έκλεψες το ΕΔΑ - ΓΥΡΟ, που είναι απόρρητο υλικό, με δόλο το διεκδίκησες ως δικό σου, και έγινες προδότης, όταν δέχτηκες χρήματα από ξένο πράκτορα | You stole the DYP, which is classified material, fraudulently claimed it as your own, and committed treason by accepting cash for it from a foreign agent. |
Επίσης διεκδίκησες μεγάλα ποσά από τη διαφημιστική εταιρία | You've been claiming quite large sums from the advertising agency as well. |
Δε διεκδίκησες ακόμη το γονικό σου δικαίωμα, ανθρωπάκι. | You have not reclaimed your birthright yet, little man. |
Και γιατί δεν διεκδίκησες τα εύσημα; | So why not claim credit for it? |
Και σ' ευχαριστώ που διεκδίκησες αυτό το άδειο πλαστικό μπουκάλι. | And thank you for claiming that empty plastic bottle. |
Γιατί είπες στο Στρατάρχη ότι ο Stachel διεκδίκησε τα δύο αεροπλάνα που κατέρριψε ο Willi. | You told the field marshal that Stachel had claimed two planes shot down by Willi. |
Ποτέ δεν διεκδίκησε τις νίκες των άλλων. | He has never laid claim to the victories of others. |
Και η Σκοτεινή Δύναμη διεκδίκησε τον σωτήρα μας, τον 'ρχοντα του Ρόαν. | And the Dark Force had claimed our savior, Lord of Rohan. |
Ο άγγελος διεκδίκησε επιτέλους την αγαθή ψυχή. | "The angel man "finally claimed his benevolent soul "Ophelia |
Και όταν γεννήθηκε ο μικρός μου αδελφός, η Δεύτερη Σύζυγος τον διεκδίκησε σαν ανταμοιβή της. | And when he was born, my little brother... - Second Wife claimed him as her reward. |
Το διεκδικήσαμε. | We claimed it. |
Όχι μόνο διεκδικήσαμε εκ νέου το Καλαί, αλλά έχω κι εγώ τα δικά μου νέα: | Not only did we reclaim Calais, but I have news of my own: |