Εκείνη τη μέρα,έμαθα να διαφοροποιώ τους άνδρες, τους αληθινούς άνδρες, από τα ζώα. | That day, I Iearned to differentiate men, real men, from animals. |
Έτσι διαφοροποιείς τις δύο; "Μαμά" και 'Μητέρα;" | Is that how you differentiate the two? "Mom" and "Mother?" |
Ένα διηνεκές μοτίβο εσώψυχης συμπεριφοράς, που τον διαφοροποιεί από την όποια προσωπικότητα και κουλτούρα του. | It's also called The erratic, dramatic Emotional cluster, An enduring pattern Of inner experience And behavior That differentiates Itself markedly from The expectations |
Όπως, τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τους όρους, "υπεραξία" και "κέρδος"; | Like, what differentiates... the terms "surplus value" and "profit"? |
Αυτό είναι που μας διαφοροποιεί από τα ζώα. | That what differentiates humans from animals. |
Αυτό που μας διαφοροποιεί από τα έντομα, ας πούμε, είναι ότι έχουμε συνείδηση. | What differentiates us from, let's say, insects, is that we have consciousness. |
Μόνο ένα γράμμα το διαφοροποιεί από το όνομά μου. | Only one letter differentiates it from my first name. |
Όταν πρόκειται για παιδικό μυαλό, πρέπει να διαφοροποιούμε τιs φυσιολογικέs απ'τιs αφύσικεs φαντασιώσειs. | With the mind of a child, you learn to differentiate between mental fantasies which are normal and those which are abnormal. |
Ακριβώς όπως σχεδόν όλα τα χειροποίητα αντικείμενα, τα κτίρια κατασκευάζονται για να μας διαφοροποιούν. | Just like almost all man-made objects, buildings are made to differentiate between us. |