Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διατυμπανίζω (rescue) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διατυμπανίζω
διατυμπανίζεις
διατυμπανίζει
διατυμπανίζουμε
διατυμπανίζετε
διατυμπανίζουν
Future tense
θα διατυμπανίσω
θα διατυμπανίσεις
θα διατυμπανίσει
θα διατυμπανίσουμε
θα διατυμπανίσετε
θα διατυμπανίσουν
Aorist past tense
διατυμπάνισα
διατυμπάνισες
διατυμπάνισε
διατυμπανίσαμε
διατυμπανίσατε
διατυμπάνισαν
Past cont. tense
διατυμπάνιζα
διατυμπάνιζες
διατυμπάνιζε
διατυμπανίζαμε
διατυμπανίζατε
διατυμπάνιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διατυμπάνιζε
διατυμπανίζετε
Perfective imperative mood
διατυμπάνισε
διατυμπανίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'rescue':

None found.