Δείχνεις σαν ήρωας, ενεργείς σαν ήρωας ακόμα διασώζεις την ηρωίδα, αλλά δεν την παντρεύεσαι. | You look like a hero, act like a hero you even rescue the heroine, but you don't marry her. |
-ΠάρεικάτωMarquez,διασώζει κορίτσι και να σας πάρει σπίτι με ασφάλεια. | - take down Marquez, rescues girl and get you home safely. |
Έτσι, πρώτα η κουκούλα που διασώζει και η βασίλισσα από τους απαγωγείς, τώρα σώζει γέρος σας. | So first the Hood rescues you and Queen from those kidnappers, now he saves your old man. |
Αυτή διασώζει την άθλια και αντιπαθή και τους δίνει ένα σπίτι. | She rescues the wretched and unloved and gives them a home. |
Ο αδελφός μου διασώζει τα αδέσποτα. | My brother rescues strays. |
Ποτέ δε χάνει τα γενέθλια των φίλων της... οργανώνει το πρόγραμμα νέων της ενορίας της, διασώζει σκυλιά. | She never misses a birthday post to her friends, runs the youth program at her church, rescues dogs. |
Θυμάστε να σας διασώζουν, Έιμος; | Do you remember being rescued, Amos? |
Ξεσκεπάζουν ψεύτικες θρησκείες, διασώζουν λατρευτικά μέλη και τέτοια. | They expose fake religions, rescue cult members, stuff like that? |
Λοιπόν, εγώ τον διέσωσα από τη θάλασσα και τον άφησα στο πρώτο λιμάνι που συνάντησα. | Well, I rescued him at sea and dropped him off at my first port of call. |
Σε διέσωσα από εκείνους τους τύπους επειδή τους βρήκα εχθρικούς. | I rescued you from those guys because I found them unfriendly. |
Τον διέσωσα από το πάρκο. | I rescued him from the park. |
Ή κάποιος που διέσωσες σιδερώνει για σένα, σίγουρα. | - I feel so great. Or someone you've rescued is ironing for you, I'm sure. |
Εσύ, τουλάχιστον, το δικό σου το διέσωσες. | At least, rescued your submarine. |
Τη διέσωσες από το Τάρις Σέτι ΙV. | You rescued her from a pound on Taris Seti iv. |
'λλά τον Σόραν κι άλλους 46 τους διέσωσε το Έντερπραϊζ-Β. | But Soran and 46 others were rescued by the Enterprise-B. |
Αυτός με διέσωσε. | He rescued me. |
Δεν μου αρέσει το ότι ο Γουέλς διέσωσε τον Γκροντ. | I do not like the fact that Wells rescued Grodd. |
Ευτυχώς, μας διέσωσε ένας πολέμαρχος. | Fortunately, we were rescued by a martial artist. |
Η Ακτοφυλακή διέσωσε πάνω από 12 ανθρώπους από το μπουρίνι που χτύπησε την ακτή της Βιρτζίνια και έπειτα εξανεμίστηκε. | The Coast Guard rescued over a dozen people associated with the squall that pounded the Virginia coast, then quickly dissipated. |
Εκείνους που διασώσαμε. | That we rescued. |
Ο μοναδικός επιζών τρομοκράτης από το στρατόπεδο στο Αφγανιστάν, όπου διασώσαμε τον Μπρόντι. | The one surviving terrorist from the compound in Afghanistan where we rescued Brody. |
Πήραμε, αυτό το "υποκείμενο, για να δοκιμάσουμε τον νέο ιό.. Όταν σε διασώσαμε από το αεροπλάνο. | We took this subject to test the new virus when we rescued you from the plane. |
Πριγκίπισσα Σάρα, σας παρουσιάζουμε κάτι που διασώσαμε. | Princess Sara, we present you with something we rescued. |
Σε διασώσαμε. | We rescued you. |
Είμαι η μόνη που διασώσατε; | Am i the only one rescued? |
Αξιωματικοί του Αστροστόλου με διέσωσαν. | It was Starfleet officers who rescued me. |
Βασικά, στο τμήμα Ζωολογίας μας ακόμη υπάρχει ο ιπτάμενος λεμούριος που διέσωσαν | In fact our Zoology department still has the flying lemur your rescued |
Η Upi πρόκειται να βγάλει μια ιστορία ότι Αμερικανικές δυνάμεις διέσωσαν όμηρο στη Βυρητό. | Upi is going with a story that american forces rescued a hostage in beirut. |
Με διέσωσαν. | They rescued me. |
Μετά από μια ατέλειωτη νύχτα αγώνα να βγούμε, τελικά μας διέσωσαν το πρωί. Τι στον κόρακα συμβαίνει εδώ; | After a long night of struggling to unsuccessfully free ourselves, we were finally rescued the next morning. |
"Κάπότε μακριά στο παρελθόν, aαχ-- διέσωζα ορφανά από ένα παλιροϊκό κύμα, ένώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να κρατήσω την μητέρα μου πάνω από το νερό." | "A long time ago, ah- - I was rescuing orphans from a tidal wave, while trying to keep my mother from sinking under water." |
Ξέρετε ποιος με διάσωσε; | You know who rescued me? |
Ο Nolan με διάσωσε μιά φορά, και πρόκειται να το κάνει πάλι. | Nolan rescued me once, and he's gonna do it again. |
Το περασμένο Ιανουάριο,ο ταγματάρχης Μέισον την διάσωσε απο ένα πολιτικά κινητοποιημένο πραξικόπημα. | Last January, Major Mason rescued her from a politically- motivated coup. |
Squad, ερευνείστε και διασώστε. | Squad, search and rescue. |
Έκτακτες ειδήσεις από το Χέιβενπορτ, του Μέριλαντ, όπου μόλις μάθαμε ότι το FBI έχει, όντως, διασώσει τον Τζόι Μάθιους. | Breaking news from Havenport, Maryland, where we've just learned that the FBI has, in fact, rescued Joey Matthews. |
Έχουμε διασώσει πάνω από 200 μωρά ελέφαντες. | We've rescued over 200 baby elephants. |
Ήταν όταν αποσυνδεθήκαμε από το συλλογικό μυαλό της κυψέλης, πριν η Επτά μας διασώσει. | It was when we were first disconnected from the hive mind, before Seven rescued us. |
Κατά τύχη, οι δύτες είχαν διασώσει... μερικά από τα ομορφότερα έργα τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. | By accident, the divers had rescued some of ancient Greece's most beautiful artefacts. |
Ναι, μπήκε λαθραία στην Νέα Υόρκη μεταμφιεσμένος σε Βρετανό συνταγματάρχη για να με διασώσει, μόνο που δεν ήθελα να σωθώ. | - Caleb? Yeah, he smuggled himself into New York disguised as a British colonel to rescue me, only I didn't want to be rescued. |