Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είμαι μεθοδικός, οργανωτικός και λογικός. Και δε μ' αρέσει να διαστρεβλώνω τα γεγονότα για να υποστηρίξω μια θεωρία. | That is to say, I am methodical, orderly, and logical, and I do not like to distort facts to support a theory. |
Όντας μαζί Εξαντλείς την δύναμη της ζωής του και διαστρεβλώνεις το πεπρωμένο του. | Being together you drain his life-force and distort his destiny. |
Όχι, μην διαστρεβλώνεις τα πράγματα. | No, don't distort things! |
Ακόμα 1 φορά, επιδεικνύεις την αξιόλογη ικανότητα σου να διαστρεβλώνεις τα πράγματα με διεστραμμένο τρόπο για να φαίνομαι ότι κάνω κάτι γελοίο. | Once again, you demonstrate your truly remarkable ability to phrase things in such a twisted and distorted way as to make me look as if I'm doing something ridiculous. |
Θέλω να πω ότι έχεις την τάση να διαστρεβλώνεις τα γεγονότα. | My point is your penchant for distorting the facts. |
Κι εσύ έχεις ένα σοβαρό πρόβλημα, να διαστρεβλώνεις την πραγματικότητα. | And you have a serious problem of distorting reality. |
'Ενα τέτοιο ψυχολογικό τραύμα διαστρεβλώνει την εικόνα που έχεις για τη γυναικεία φύση σου, για σένα, για τις σχέσεις. | It was such an emotional injury, That distorts your feelings about your womanhood, Your self, |
- Ξέρεις πως ο τύπος διαστρεβλώνει τα γεγονότα. | - You know how the press distorts facts. |
- Το κρασί διαστρεβλώνει τις καταστάσεις. | - It distorts things. |
Έλενα, αυτό διαστρεβλώνει το μυαλό! | Helena, it distorts the mind. |
Είναι η προκατάληψη εκείνων στους οποίους μιλάς που διαστρεβλώνει εκείνα που θέλεις να πεις. | It is the bias of those to whom you speak that distorts what you would say. |
Αλλά έτσι, διαστρεβλώνουμε την εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία είναι αυτή της ανακάλυψης, όχι απλώς η εκμάθηση αληθειών. | But by doing so, we distort the educational process, which is of discovery, not merely the learning of truths. |
- Πολλά μας ανησυχούν στα προεδρικά σχέδια αλλά τώρα διαστρεβλώνετε τα λόγια του... | We have a lot of reasons to be concerned with Obama's plans, but you're plainly distorting Rick Santorum's words. |
Θα σας κάνω να νιώθετε καλά που διαστρεβλώνετε τα πάντα; | - So that's my job? To let you feel better about distorting things? |
Με ποιο δικαίωμα τη διαστρεβλώνετε; | What right have you to distort it? |
Με το να διαστρεβλώνετε την αλήθεια και τις ζωές μας; | By twisting the truth and distorting our lives? |
Μου το έκλεψαν. Γιατί διαστρεβλώνετε όλα όσα λέω; | Why are you trying to distort everything I say? |
Απλά λέω, μήπως το μυαλό σου διαστρέβλωσε την εικόνα του.. και τον μετέτρεψε σε κάποιου είδους τέρας.. επειδή είχε κάνει τόσο απαίσια πράγματα; | I mean, is it, is it possible that you might have distorted his image, that you turned him into some kind of a monster because he'd done such horrible things? |
Η κοινωνία μας, διαστρέβλωσε την ύπαρξή μας... από τη δουλεία στην εποχή της ανοικοδόμησης, και στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα. | Our society has distorted who we are. |
Η τηλεόραση επηρέασε τον εγκέφαλο σου και διαστρέβλωσε την αντίληψή σου. | That TV got in your brain and has, uh, distorted your perception. |
Κάτι που διαστρέβλωσε ή επανα- προσδιόρισε το σύστημα αξιών του. | Something that distorted or redefined their belief system. |
Μόνον ψεύτες... και φυλετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα... υποκινούμενη από την αστυ- νομία και την εισαγγελία... που γνώριζαν την αλήθεια και την υπονόμευσαν... και την απέκρυψαν και τη διαστρέβλωσαν... για να καταδικάσουν έναν αθώο. | No witnesses, except admitted liars. Only a racially charged atmosphere... which was fanned by the police and the prosecutors... who knew the truth and distorted it... and subverted it and destroyed it... to convict an innocent man. |
Ξέρω πως οι άνθρωποι μου διαστρέβλωσαν τον τρόπο δαμασμού της φωτιάς, με το να τη συντηρούν με μίσος και οργή. | I know my people have distorted the ways of firebending... to be fueled by anger and rage. |
Οι σκλάβοι, και άλλοι επίσης, διαστρέβλωσαν τα λόγια σας όπως τους αρέσει. | The slaves and others distorted your words to their liking. |
"Τώρα διαστρεβλώστε τους." | Now distort them." |
Πιάστηκαν να εξαγοράζουν κλινικές δοκιμές, να δωροδοκούν γιατρούς, διαστρεβλώνοντας την επιστήμη. | They've been caught buying clinical trials, bribing doctors, distorting science. |
Αυτή εκεί έχει διαστρεβλώσει την όρασή σου. | She's distorted your vision. |
Γιατί ο καθένας μπορεί να το διαστρεβλώσει όπως θέλει. | - Because everything can be distorted in my world. |
Η κυβέρνηση έχει διαστρεβλώσει συστηματικά και αποσιωπήσει πορίσματα της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος όταν πρόκειται για αντισύλληψη, έρευνα κυττάρων Έιτζ, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ρύπανση... | The government has systematically distorted... or worse, suppressed findings by the F.D.A. And E.P. A... when it comes to contraception, stem cell research... Al DS, global warming, pollution. |