Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διαστέλλομαι (dissipate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διαστέλλομαι
διαστέλλεσαι
διαστέλλεται
διαστελλόμαστε
διαστέλλεστε
διαστέλλονται
Future tense
θα διασταλώ
θα διασταλείς
θα διασταλεί
θα διασταλούμε
θα διασταλείτε
θα διασταλούν
Aorist past tense
διαστάλθηκα
διαστάλθηκες
διαστάλθηκε
διασταλήκαμε
διασταλήκατε
διαστάλθηκαν
Past cont. tense
διαστελλόμουν
διαστελλόσουν
διαστελλόταν
διαστελλόμαστε
διαστελλόσαστε
διαστέλλονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διαστέλλου
διαστέλλεστε
Perfective imperative mood
-
διασταλείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dissipate':

None found.