Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διασκελίζομαι (disturb) conjugation

Greek

Conjugation of διασκελίζομαι

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διασκελίζομαι
I disturb
διασκελίζεσαι
you disturb
διασκελίζεται
he/she disturbs
διασκελιζόμαστε
we disturb
διασκελίζεστε
you all disturb
διασκελίζονται
they disturb
Future tense
θα διασκελιστώ
I will disturb
θα διασκελιστείς
you will disturb
θα διασκελιστεί
he/she will disturb
θα διασκελιστούμε
we will disturb
θα διασκελιστείτε
you all will disturb
θα διασκελιστούν
they will disturb
Aorist past tense
διασκελίστηκα
I disturbed
διασκελίστηκες
you disturbed
διασκελίστηκε
he/she disturbed
διασκελιστήκαμε
we disturbed
διασκελιστήκατε
you all disturbed
διασκελίστηκαν
they disturbed
Past cont. tense
διασκελιζόμουν
I was disturbing
διασκελιζόσουν
you were disturbing
διασκελιζόταν
he/she was disturbing
διασκελιζόμαστε
we were disturbing
διασκελιζόσαστε
you all were disturbing
διασκελίζονταν
they were disturbing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διασκελίζου
be disturbing
διασκελίζεστε
disturb
Perfective imperative mood
διασκελίσου
disturb
διασκελιστείτε
disturb

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'disturb':

None found.