Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διασκεδάζομαι (be entertained) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διασκεδάζομαι
διασκεδάζεσαι
διασκεδάζεται
διασκεδαζόμαστε
διασκεδάζεστε
διασκεδάζονται
Future tense
θα διασκεδαστώ
θα διασκεδαστείς
θα διασκεδαστεί
θα διασκεδαστούμε
θα διασκεδαστείτε
θα διασκεδαστούν
Aorist past tense
διασκεδάστηκα
διασκεδάστηκες
διασκεδάστηκε
διασκεδαστήκαμε
διασκεδαστήκατε
διασκεδάστηκαν
Past cont. tense
διασκεδαζόμουν
διασκεδαζόσουν
διασκεδαζόταν
διασκεδαζόμαστε
διασκεδαζόσαστε
διασκεδάζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
να διασκεδάζεσαι
διασκεδάζεστε
Perfective imperative mood
διασκεδάσου
διασκεδαστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'be entertained':

None found.