Αφού πεθάνεις, τα κύτταρά σου αρχίζουν να διαρέουν ποτάσιο στο κυκλοφορικό σου. | After you die, your cells start leaking potassium into the bloodstream. |
Ότι το διέρευσα; | What, that I leaked? |
Κάποιος το διέρευσε. | Somebody leaked it. |
Μου είπαν πως η ομάδα εργασίας μπορεί να διέρευσε την πληροφορία στον Decker, με κάποιο τρόπο το έμαθε, ναι. | I'm told that the task force may have leaked the information to Decker in such a way that he found out, yeah. |
Τα προβλήματά του ξεκίνησαν όταν μια ανώνυμη πηγή διέρευσε πληροφορίες στον τύπο για την παράνομη σχέση του... | His problems began when an anonymous source leaked information to the press about his affair... |
Το όνομα του διέρευσε στα Μ.Μ.Ε. αμέσως μόλις τον συλάβαμε. Γιατί τόσο γρήγορα; | His name got leaked to the press the second we grabbed him. |
ελπίζω να μην διέρευσε τίποτα προς τον τύπο οι δημοσιογράφοι πάντα μυρίζονται τα σκάνδαλα | I hope no information gets leaked. Journalists always smell scandals. |
Τα νέα διέρευσαν πέρα απ'τα σύνορα του Piovarolo και επεκτάθηκαν απο στομα σε στομα. | The news leaked beyond the boundary of Piovarolo and spread by a word of mouth. |
Το υγρό για το υδραυλικό σύστημα έχει διαρεύσει... αλλά μπορώ να φτιάξω ένα συστημα ελέγχου με καλώδια... αυτό δεν είναι πρόβλημα. | Most of the hydraulic fluid has leaked away... but I have worked out direct rod and cable controls... so that is no problem. |