Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διαποτίζω (imbue) conjugation

Greek
1 examples

Conjugation of διαποτίζω

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διαποτίζω
I imbue
διαποτίζεις
you imbue
διαποτίζει
he/she imbues
διαποτίζουμε
we imbue
διαποτίζετε
you all imbue
διαποτίζουν
they imbue
Future tense
θα διαποτίσω
I will imbue
θα διαποτίσεις
you will imbue
θα διαποτίσει
he/she will imbue
θα διαποτίσουμε
we will imbue
θα διαποτίσετε
you all will imbue
θα διαποτίσουν
they will imbue
Aorist past tense
διαπότισα
I imbued
διαπότισες
you imbued
διαπότισε
he/she imbued
διαποτίσαμε
we imbued
διαποτίσατε
you all imbued
διαπότισαν
they imbued
Past cont. tense
διαπότιζα
I was imbuing
διαπότιζες
you were imbuing
διαπότιζε
he/she was imbuing
διαποτίζαμε
we were imbuing
διαποτίζατε
you all were imbuing
διαπότιζαν
they were imbuing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διαπότιζε
be imbuing
διαποτίζετε
imbue
Perfective imperative mood
διαπότισε
imbue
διαποτίστε
imbue

Examples of διαποτίζω

Example in GreekTranslation in English
Τότε ήταν που η συμμαχία με διαπότισε με τις δυνάμεις τους.That's when the coven imbued me with their powers.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διαφωτίζω
advertise

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'imbue':

None found.