Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διαπιστεύω (accredit) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διαπιστεύω
διαπιστεύεις
διαπιστεύει
διαπιστεύουμε
διαπιστεύετε
διαπιστεύουν
Future tense
θα διαπιστεύσω
θα διαπιστεύσεις
θα διαπιστεύσει
θα διαπιστεύσουμε
θα διαπιστεύσετε
θα διαπιστεύσουν
Aorist past tense
διαπίστευσα
διαπίστευσες
διαπίστευσε
διαπιστεύσαμε
διαπιστεύσατε
διαπίστευσαν
Past cont. tense
διαπίστευα
διαπίστευες
διαπίστευε
διαπιστεύαμε
διαπιστεύατε
διαπίστευαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διαπίστευε
διαπιστεύετε
Perfective imperative mood
διαπίστευσε
διαπιστεύστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διαπιστώνω
shape

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'accredit':

None found.