Τα πυρομαχικά του είναι τόσο λίγα που διανέμονται κυρίως στην προσωπική του φρουρά. | His ammunition is so little, it is distributed chiefly among his personal guard. |
Τα κρέατα μου διανέμονται μόνο... σε ακτίνα 180 χλμ. | Well, Farmer Vincent's meats are only distributed... within a hundred mile radius. |
Πρέπει πρώτα να μάθουμε πώς διανέμονται οι νανίτες, σωστά; | Okay, look, the first thing we need to do is find out how the nanites are being distributed, right? |
Το 90% των ακατέργαστων διαμαντιών του κόσμου διανέμονται από εκεί. | 90% of the world's raw diamonds are distributed from there. |
Καινούργια εμβόλια διανέμονται και έχουμε ανοίξει πλήθος κλινών. | Fresh vaccines are being distributed and the we have opened up a record number of hospital beds. |
Το διαθέσιμο δυναμικό διανεμήθηκε λάθος. | You see, the available forces have been badly distributed. |
Στο σημείωμα του ΕΙΚ τον Απρίλιο του 1993, που διανεμήθηκε σε εκείνους που εμπλέκονταν με τον Μπουρζίνσκι, δηλώνουν τις ανησυχίες τους: | In an April 1993 NCI memo, distributed to those involved with Burzynski, they state their concerns: |
Αυτό τραβήχτηκε από το κινητό του Κας, και διανεμήθηκε στη λίστα επαφών του. | This was filmed on Cass's smartphone, distributed to his contacts list. |
Η ταινία διανεμήθηκε στις ασφάλειες όλων των καζίνο της πόλης, με μια προειδοποίηση να είναι... | This was distributed to security at all the casinos in town with a warning to keep |
Υπάρχει ένα τοπικό καταφύγιο που λέγετε Σωτήρες των Δρόμων... στο οποίο υπήρξε έξαρση ψώρας, την περασμένη εβδομάδα, και όπου διανεμήθηκε η ίδια συνταγογραφημένη κρέμα. | There's a local shelter called Street Saviors who had a scabies outbreak last week, where they distributed this very same prescription cream. |