Ποιός είμαι εγώ, για να διαμαρτύρομαι όταν είναι αλήθεια, ότι μου άφησε το καλύτερο δώρο, απ' όλα; | You're right, of course. Who am I to complain when in truth, he has left me the greatest prize of all? |
Και δεδομένου ότι είσαι γυναίκα του, το δέχεσαι χωρίς να διαμαρτύρεσαι. | And since you're a woman, you take it without complaining. |
- Τότε δεν έχεις το δικαίωμα να διαμαρτύρεσαι. | - Then you've got no right to complain. -Oh, I've got no complaints. |
Πιστέψτε με, το έχω κάνει κι εγώ. Έχεις θεραπεία στο σπίτι, και διαμαρτύρεσαι; | A rest cure at home, and you're complaining? |
Ποιος είσαι εσύ που διαμαρτύρεσαι; | Who are you to complain? |
Όταν ξεκίνησες το πρώτο ταξίδι, δεν έκανες τίποτα άλλο παρά να διαμαρτύρεσαι. | When you first started sailing, you did nothing but complain. |
Ανώφελο να διαμαρτυρόμαστε. | No use complaining. |
Μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Μπορούμε να φωνάζουμε, να διαμαρτυρόμαστε. | We can shout, we can complain. |
Δε διαμαρτυρόμαστε για το σέρβις, αλλά για την τιμή. | We did not complain about the service, but the price. |
Θα μπορούσαμε να ήμαστε ότι, θα θέλαμε να ήμαστε. Πήραμε τον εύκολο δρόμο... με λίγη εκπαίδευση ειδικευτήκαμε στο να διαμαρτυρόμαστε... μας έκανε να φαινόμαστε περιττοί... ήμαστε τόσο αγενείς, είναι τρομαχτικό.. | We could've been anything we wanted to be... we took the easy way out... with a little training, we've mastered complaining... made us seem unnecessary... we're so rude, it's scary... |
- Κι εμείς είμαστε πελάτες σου και δεν διαμαρτυρόμαστε... | - We're your customers. We're not complaining. |
Σερίφη, μερικοί από τους καλύτερους κατοίκους, διαμαρτύρονται για τον τρόπο που διοικείς αυτή την πόλη. | " Sheriff some of the better element ... are complaining about the way you run this town. " |
'λλες διαμαρτύρονται. | There have been complaints. |
Οι ασθενείς διαμαρτύρονται. | The patients are all complaining. |
Πολλοί στο κτίριο διαμαρτύρονται. | Many people in this building complain. |
Μην κλείνετε τα θύματα κλοπής, που διαμαρτύρονται για την κλοπή! | Lock up robbery victims, no more complaints of theft! |
Αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα | But I didn't complain |
'Οταν τον σκότωσε ο Λι Ρέι, διαμαρτυρήθηκα; 'Οχι. | When Lee Ray offered him instead, did I complain? No. |
Από τότε... δεν διαμαρτυρήθηκα για τον καιρό ούτε μια φορά. | I have not complained about the weather one single time. |
Δεν διαμαρτυρήθηκα για την κίνηση... χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι γύρω. | I've not complained about traffic, I'm glad there's people around. |
Κάποτε διαμαρτυρήθηκα σε μια μαντάμ για ένα κορίτσι της που ίσα στεκόταν όρθια. | I once complained to a madam that one of her employees could barely stand. |
Γιατί διαμαρτυρήθηκες στην κα. Ρουντ για το δωμάτιο της Ερνέσα; | Why did you complain to Mrs. Rood about Ernessa's room? |
Τι είπε, ο καπετάνιος Τιτς, όταν εσύ διαμαρτυρήθηκες που πυροβόλησε τον φτωχό Ίζι Χαντς στο κεφάλι, χωρίς κανέναν λόγο; | What did he say, Captain Teach, when you complained about him shooting poor old Izzy Hands through the brain, absent of all reason? |
Αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκες. | [Chuckles] But you never complained. |
Μα η κυρία διαμαρτυρήθηκε. | But that woman voiced a formal complaint. |
Φαίνεται, απ' ότι κατάλαβα, ότι η κα Άστερμπρουκ, που καθόταν σε διπλανό τραπέζι, εξαγριώθηκε με την ιδέα του Χένρι να ρίξει ένα νόμισμα στο ντεκολτέ της, και έπειτα διαμαρτυρήθηκε στο μαγαζί, διότι δεν βγήκε σοκολάτα από μέσα. | It seems, from what l could gather, that Mrs Asterbrook, who was at an adjoining table, resented the idea of Henry dropping a nickel in her décolletage and complaining to the management because no chocolate bar dropped out of her. |
Και διαμαρτυρήθηκε; | Was she complaining? |
-Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. | -Nobody complained. |
Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε (παραπονέθηκε), ήταν πάντα πολύ χρήσιμη (πρόθυμη). | Never complaining, she was always helpful. |