- Συγγνώμη που διακόπτω. | - I'm sorry to interrupt. |
Συγνώμη που διακόπτω, αλλά πέρασε η ώρα. | Sir, I hate to interrupt, but time stands still for no ant. |
-Συγγνώμη που διακόπτω αυτή την ωραία στιγμή, αλλά οι χρονικές μηχανές έχουν μια ρυθμιστική βαλβίδα, που πρέπει να είναι μακριά απ'τον κύριο αντιδραστήρα, αλλιώς υπάρχει ανάδραση. | Sorry to interrupt that beautiful moment, but temporal engines like that have a regulator valve. It has to be kept at a distance from the main reactor, or there'd be feedback. |
Συγνώμη που διακόπτω, αλλά θέλω να βεβαιωθώ ότι μυρίζετε την βρώμα. | I'm sorry to interrupt, but I wasn't sure if you could smell this. |
Δεν διακόπτεις. | - You're not interrupting. |
- Μην διακόπτεις. | -Don't interrupt. |
Όχι, μη με διακόπτεις, αλλιώς δεν θα μπορέσω να το πω. | No, don't interrupt or I won't be able to say this. |
-Πάντα μας διακόπτεις. | - Do you always interrupt? |
Τολμάς να μας διακόπτεις, ενώ έχω να της μιλήσω... | You dare interrupt us when I haven't spoken to her... |
Περιστασιακά, για το καλό όλων, εμείς οι θεοί διακόπτουμε αυτές τις τροχιές. | Occasionally, for the good of all, we gods interrupt those lines. |
Θα ήταν προτιμότερο για μας αν περιμένατε τα λίγα επιπλέον λεπτά μέχρι το τέλος της σχολικής ημέρας ώστε να μην χρειάζεται να διακόπτουμε το μάθημα. | We would prefer if you'd wait the few extra minutes until the end of the school day so that we don't have to interrupt class. |
- Συγγνώμη που σας διακόπτουμε! | Sorry to interrupt! |
Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να παρουσιάσουμε έκτακτα γεγονότα στη Ρωσία. | Ladies and gentlemen, we are interrupting our regular broadcast to bring you extraordinary events taking place in Russia. |
Συγγνώμη που διακόπτουμε το πάρτι σας, αλλά νιώσαμε άσχημα που φάγαμε τα μπισκοτάκια σας. | So sorry to interrupt your dinner party. But we felt bad about eating your cookies. |
Το ταξίδι είναι οι δυσκολίες που σε διακόπτουν, όχι το πού πηγαίνεις. | It's the interruptions that are the journey, not where you're going. |
Για να μη με διακόπτουν κάποιοι | Some people shouldn't interrupt me! |
Υπάρχει ένα πράγμα που δεν μου αρέσει. Το να με διακόπτουν. | If there is one thing I don't like, it's being interrupted. |
Ξέρεις την τιμωρία όταν με διακόπτουν. | You know the punishment for interrupting me. |
Ξέρω ότι δεν θες να σε διακόπτουν πάνω σε ανάκριση αλλά είναι κάτι σημαντικό. | Gibbs. I know you hate being interrupted during an interrogation, but this is important. |
Με συγχωρείτε, που σας διέκοψα. | But please... don't let me interrupt. |
- Συγνώμη, σε διέκοψα. | - I'm sorry. I interrupted you. |
Δεν σας διέκοψα όταν πας στην πόλη σε ένα μάτσο μακαρόνια. | I don't interrupt you when you going to town on a bunch of spaghetti. |
Μήπως διέκοψα κάτι; | Did I just interrupt something? |
- Συγγνώμη που σας διέκοψα. | Sorry for interrupting your meal. Oh! |
Με διέκοψες την πιο κρίσιμη στιγμή. | You interrupted me just at the critical moment. |
Θα έπρεπε να στην είχα μπουμπουνίσει, τότε που με διέκοψες στον καφέ μου. | You know,I should have shot you when you first interruptedmy coffee. |
Με διέκοψες πριν. | You interrupted me before. |
Θα της χάριζα και την τρίτη, αλλά μας διέκοψες. | The granting of the third wish Is what you've interrupted here. |
- Νόμισα... νόμισα ότι με διέκοψες. | - L-I thought- Oh, I thought you interrupted me. |
Λοιπόν, σύμφωνα με την Ντόρις, αυτή, διέκοψε μια διάρρηξη. | Well, according to Doris, she, uh... she interrupted a burglary. |
Με διέκοψε στο απόγειο του τελετουργικού μου. | He interrupted my peak state ritual. |
Τον διέκοψε ένας θόρυβος, από τον διάδρομο, που οδηγούσε στο δωμάτιο. | "He was interrupted by a noise in the passage leading to the room. |
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έχει γίνει. Υπάρχει πιθανότητα να διέκοψε κάποιον. | We don't know if he was singled out or he interrupted somebody. |
αλλά δυστυχώς δεν τις έφτασα. Με διέκοψε μια τουφεκιά. | But we were interrupted by the blast of a hunting rifle. |
Πριν ένα χρόνο, έτρωγε ένα μοσχάρι του παππού σου... κι εμείς της διακόψαμε το δείπνο... και νόμιζε ότι θα της το παίρναμε. | About a year ago, he was eating one of your grandfather's calves and... well, we sort of interrupted his dinner, you know. |
- Μήπως διακόψαμε τη μελέτη σας; | We haven't interrupt your studies? |
...εμφυτεύσαμε απλώς... ένα ηλεκτρόδιο στην υποθαλάμια ζώνη... ένα ηλεκτρόδιο στην υποθαλάμια ζώνη... και διακόψαμε έτσι την τρομώδη κίνηση με ηλεκτρική διέγερση. | ...so wejust impla.nted... a.n electrode in the subtha.Ia.mic zona incerta... a.n electrode in the subtha.Ia.mic zona incerta... a.nd thus interrupted the tremor by electrica.I stimula.tion. |
-Είναι θαυμάσια. -Κακώς την διακόψαμε. | Too bad it was interrupted. |
Συγνώμη για την ενόχληση, ελπίζω να μη σε διακόψαμε. | Sorry to bother you. I hope we didn't interrupt anything. |