Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διακανονίζομαι (perpetuate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διακανονίζομαι
διακανονίζεσαι
διακανονίζεται
διακανονιζόμαστε
διακανονίζεστε
διακανονίζονται
Future tense
θα διακανονιστώ
θα διακανονιστείς
θα διακανονιστεί
θα διακανονιστούμε
θα διακανονιστείτε
θα διακανονιστούν
Aorist past tense
διακανονίστηκα
διακανονίστηκες
διακανονίστηκε
διακανονιστήκαμε
διακανονιστήκατε
διακανονίστηκαν
Past cont. tense
διακανονιζόμουν
διακανονιζόσουν
διακανονιζόταν
διακανονιζόμαστε
διακανονιζόσαστε
διακανονίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διακανονίζου
διακανονίζεστε
Perfective imperative mood
διακανονίσου
διακανονιστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'perpetuate':

None found.