- Αν δεχτείς μερικές τροποποιήσεις... Όπως το να μη δημοπρατείς περιουσίες, μέχρι να καταδικαστούν οι ύποπτοι. | - /f you agree to a few modifications... such as no auctioning properties until the suspects are actually convicted. |
Και τι δημοπρατείς; | What are you auctioning? |
Κλέβεις παλιά παιχνίδια από την Ντίλιο και τα δημοπρατείς στο διαδίκτυο. | You have been stealing vintage toys from Dillio and auctioning them online. |
Έτσι, όταν το τελωνείο δημοπρατεί το αυτοκίνητο, στην ουσία πουλάει μια Φεράρι για ψίχουλα. | So, when customs auctions off the car, he gets himself a Ferrari for next to nothing. |
Οι κλέφτες της φέρνουν κλεμμένα έργα και αυτή τα δημοπρατεί παίρνοντας μερίδιο. | Thieves bring her stolen art. She auctions it off and takes a healthy cut. |
- Ναι, δημοπρατούμε ένα έργο τέχνης. | Yeah, we're auctioning some artwork. |
Γλυκέ μου, δημοπρατούμε τις φανέλες σου για πέντε χρόνια. | Honey, we have been auctioning off your jerseys for five years. |
Νομίζετε ότι δημοπρατούμε τις κόρες μας στην άκρη του δρόμου... ..για τον πρώτο διαθέσιμο γαμπρό; | Do you think we are auctioning our daughters on the roadside... For the first available groom? |
Τι δημοπρατείτε; | What are you auctioning off? |
Χρειάζομαι μια φωτογραφία που δημοπρατείτε απόψε. | There's a photograph I need that's up for auction tonight. |
Όταν δημοπρατούν σπίτι, πιάνει πάντα περισσότερα. | When I flip a house and I put it up for auction, it always sells for more. |
Το 193 μ.Χ. η Πραιτοριανή Φρουρά κατέλαβε τη Ρώμη και δημοπράτησε ολόκληρη την αυτο- κρατορία στον υψηλότερο πλειοδότη. | In 193 a. d., the praetorian guard took over Rome and auctioned off the entire empire to the highest bidder. |
Τον Αύγουστο του 1848 με τον Δούκα να νιώθει φρίκη ο γιος του δημοπράτησε όλα τα υπάρχοντα Stowe House | In August 1848, to the Duke's horror, his son had the entire contents of Stowe House auctioned off. |
Και καθώς δημοπρατούσαν τα ρούχα τους, δημοπράτησαν και τα ρούχα τους στην αξιοσημείωτη ηδονή των Καρδιναλίων. | And as they auctioned their clothes, soon they auctioned their bodies to the considerable delight of the cardinals assembled. |
Ναι, ένας συμπαθητικός γέρος το δημοπρατούσε. | Yeah, this old guy in nice was auctioning it off. |
Είναι ένας ΜΚΟ που συγκεντρώνει χρήματα για διάφορες φιλανθρωπίες δημοπρατώντας τις δουλειές νέων και σημαντικών καλλιτεχνών. | It's a fancy nonprofit that raises money for various charities by auctioning off the work of new and important artists. |
Κέρδισα 400 δολάρια δημοπρατώντας τον εαυτό μου. | So I earned $400 auctioning myself off. I figure that's a start, right? |
Το ατού της ήταν ότι ισχυριζόταν ότι ήταν παρθένα, δημοπρατώντας την παρθενιά της. | Her angle was that she claimed to be a virgin, auctioning off her virtue. |