Ναι, Κερκ, χαίρομαι όταν δανείζομαι λεφτά απ' τη αδερφή μου. | Oh, yes, Kirk. I love having to borrow money from my sister. |
Δε δανείζομαι πράγματά της! | I'm not allowed to borrow her stuff! |
Όχι, δεν δανείζομαι ποτέ από φίλους. | Oh, no. I Iearned never to borrow money from friends. |
Δες την. Γιατί δεν δανείζεσαι τα πεντάδυμα για απόψε; | Why don't you borrow the quintuplets for an evening? |
Πες μου... πως γίνεται να ξέρεις ένα σκηνοθέτη τόσο καλά, ώστε να δανείζεσαι το αμάξι του; | Say, how come you know a picture director well enough to borrow his car? |
Δεν μου άρεσε η ιδέα να δανείζεσαι ρούχα. | I didn't like the idea of you in borrowed clothes. |
Και σταμάτα να δανείζεσαι το θερμόμετρό μου και όλα! | And don't come borrowing my thermometer anymore! |
Πρώτα δανείζεσαι τους Times μου, μετά "τσιμπάς" τη Βίβλο μου. | First you borrow my Times, then you pinch my Bible. |
Αν δεν κλέβαμε... εννοώ, αν δεν δανειζόμαστε το αυτοκίνητο... | If we hadn´t stolen... I mean, borrowed that car.... |
Κι όταν θα θέλουμε καινούργιο αυτοκίνητο... θα δανειζόμαστε των Μέρφυ. Και φούρνο μικροκυμάτων θα παίρνω της Σάλυ. | Yeah, sure, and when we need a new car, we can borrow the Murphys', and I can borrow my sister's cuisin art... and Sally's microwave, and, hey, you know what? |
- Τα δανειζόμαστε. | -We're just borrowing them. |
Δεν κλέβουμε, δανειζόμαστε! | We're not stealing, just borrowing. |
Η Μπρέντα μου είπε ότι δανειζόμαστε από την Ιαπωνία. | Brenda Granger tells me we're borrowing all over Japan to get the funds to you. People are beginning to talk, Nick. |
Φαίνεται πως πολλές χώρες δανείζονται χρήματα... γιατί λοιπόν ένας Αμερικάνος να μη μπορεί να πάει να δανειστεί, όπως οποιοσδήποτε άλλος; | Seems a lot of countries are borrowing money so why can't an American go in and borrow money the same as anybody else? |
-Εξαρτάται αν δανείζουν ή δανείζονται | Depending on whether they lend money or borrow it. |
Τις δανείζονται. | - They borrow them. - Oh. |
Ναι, δεν αναφέρουν πολιτικά στη μέση, όταν δανείζονται λεφτά, Χάρλευ. | Yeah, well, you don't bring up politics while you're borrowing money, Harley. |
Επομένως, δανείζονται από τράπεζα. | But they have to borrow the money from a bank. |
Ένα έθνος θα δανειστεί οποιοδήποτε ποσό για τη νίκη. | A nation will borrow any amount for victory. |
Ο Τόσι θα δανειστεί μια κάμερα από τους γονείς του. | Toshi will borrow a camcorder from his parents. |
-Τα δανείστηκα. | I know you borrowed it. |
Ήδη δανείστηκα μία της κας Higgins. | I already borrowed one of Mrs. Higgins'. |
-Το δανείστηκα από έναν φίλο μου. | -I borrowed it from a friend of mine. |
Το δανείστηκα από την κυρία Σίμψον. | I borrowes it from Mrs. Simpson. |
Ξέρεις πως αυτά τα χρήματα τα δανείστηκα απο τον Ζιρώ; | You know that money I borrowed from Giraud? |
Τα 150 $ που δανείστηκες απο την τράπεζά μας, φίλε μου τα έχεις; | The $150 that you borrowed from our bank, my friend, have you got it? |
- Με λεφτά που δανείστηκες σπ τον θειο σου. | - With money you borrowed from your uncle. |
- Τις δανείστηκες; | You borrowed it? Why? |
Αυτό ήταν το άλογο μου, που δανείστηκες. | That was my horse you borrowed. |
Δεν δανείστηκε εκείνη τις 20 λίρες, εσύ τις δανείστηκες. | She didn't borrow the twenty pounds, you did. |
Ο άνδρας μου δανείστηκε για το ταξίδι. | My husband had to borrow and beg to make this trip. |
Ο Τζώννυ το δανείστηκε πριν μερικές εβδομάδες. | Johnnie borrowed it a couple of weeks ago. |
Να ένας από τους πιο ωραίους τύπους που δανείστηκε 5 δολλάρια από εμένα. | There goes one of the nicest guys that ever borrowed 5 bucks from me. |
Φαίνεται ότι ο Ρέντ, βρήκε την τράπουλα, και αυτό το χαρτί... στην τσέπη ενός παλτού που δανείστηκε κάποτε, από έναν φίλο. | Seemed Red found the cards and this paper... in the pocket of a coat he borrowed from a friend once. |
Ένας φίλος δανείστηκε λεφτά από μια τράπεζα στη Σάντα Μαρία. | Uh, a friend of mine borrowed some money from a bank in Santa Maria. |
Την δανειστήκαμε. | We borrowed it. |
- Ναι, κύριε. Το μόνο που "δανειστήκαμε." | The one we "borrowed." |
"Θα συνεχίσεις μέχρι το σύννεφο 46-B, όπου θ' αλλάξεις σε γήινο ασανσέρ που δανειστήκαμε από το ξενοδοχείο Γιούνιβερς στη Νέα Υόρκη. | "where you will change to an earthly elevator "which we have borrowed from the Hotel Universe in New York City. "That elevator will transport you |
Ηρεμίστε κυρία, δεν έγινε τίποτα, απλά τα δανειστήκαμε. | Nobody's hurt. We only borrowed them. |
Ναι, του τον δανειστήκαμε και όταν πήγα να τον επιστρέψω, είχε χαθεί. | Yes, we borrowed it from him and when I went to return it, it was gone. |
Σαν καλό παιδί, φέρσου σεμνά, πήγαινε στον Εντ Πάρντι... Και δανείσου όργανα για να εξασκηΘούν τα παιδιά. | Why don't you be a good boy, take your hat in your hand, go over to Purdy and see if you can borrow some equipment for those kids to practice. |
Ξέρω τους εργάτες, ξέχνα τον κομμουνισμό... - Πήγαινε απέναντι και δανείσου μερικά αβγά. | I know workers... forget communism... listen... go across the road and borrow a few eggs... be good |
Αν θελήσεις χρήματα, δανείσου τα από τη δεκάχρονή σου κόρη! | You want any money, borrow it from your 10-year-old daughter! |
- Τότε δανείσου τα χρήματα. - Όχι δάνεια. | Then borrow the money. |
Εάν δεν βρεις, δανείσου. | If nothing is suitable, borrow one. |