Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Δαιμονοποιώ (exercise) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
δαιμονοποιώ
δαιμονοποιείς
δαιμονοποιεί
δαιμονοποιούμε
δαιμονοποιείτε
δαιμονοποιούν
Future tense
θα δαιμονοποιήσω
θα δαιμονοποιήσεις
θα δαιμονοποιήσει
θα δαιμονοποιήσουμε
θα δαιμονοποιήσετε
θα δαιμονοποιήσουν
Aorist past tense
δαιμονοποίησα
δαιμονοποίησες
δαιμονοποίησε
δαιμονοποιήσαμε
δαιμονοποιήσατε
δαιμονοποίησαν
Past cont. tense
δαιμονοποιούσα
δαιμονοποιούσες
δαιμονοποιούσε
δαιμονοποιούσαμε
δαιμονοποιούσατε
δαιμονοποιούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
δαιμονοποίει
δαιμονοποιείτε
Perfective imperative mood
δαιμονοποίησε
δαιμονοποιήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'exercise':

None found.