- Ή να γονιμοποιείς τα αυγά του. | Or fertilize his eggs. |
Αφαιρούμε το ωάριο του πελάτη και το γονιμοποιούμε. | We extract the client's egg, fertilize it. |
Μετά, γονιμοποιούμε νέα ωάρια με το νέο DNA. | And then we start all over again using that new DNA to fertilize new embryos. |
Καθώς ρουφούν, ταξιδεύοντας από δένδρο σε δένδρο μεταφέρουν γύρη και γονιμοποιούν τα άνθη. | As they sip, moving from tree to tree, so they transfer pollen and fertilize the flowers. |
Αυτά τα κύματα γονιμοποιούν δάση από γιγάντια φύκια, που ακμάζουν στον καλοκαιριάτικο ήλιο. | These upwellings fertilize forests of giant kelp, that thrive in the summer sunshine. |
Είναι η ζωή το δίχτυ της ζωής που φιλτράρει το νερό του υδρολογικού κύκλου Είναι οι μικροοργανισμοί στο έδαφος που δημιουργούν το έδαφος κατάλληλο για να αναπτυχθούν τα τρόφιμα μας Η φύση εκτελεί όλα τα είδη των υπηρεσιών τα έντομα γονιμοποιούν όλα τα ανθοφόρα φυτά αυτές οι υπηρεσίες είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία του πλανήτη | It's life that filters water in hydrologic cycle it's microrganisms in the soil that create the soil that we can grow our food in nature performs all kinds of services insects fertilize all of the flowering plants these services are vital to the health of the planet |
Οι μύγες παίρνουν το νέκταρ άφοβα, και γονιμοποιούν το φυτό. | Up here, flies can safely graze on nectar. ln return, they fertilize the flowers. |
Κάνετε και οι δύο δωρεά, το ανακατεύουν, γονιμοποιούν το ωάριο. | You both donate, they mix it up, fertilize the egg. |
Αφού γονιμοποίησα το ωάριό σου, το μετεμφυτεύσαμε σε μια γυναίκα που το κύησε ως τη γέννα. | Once I fertilized your egg, we transferred it to a human woman who carried it to term. |
Μετά, έβαλα τον Αφρο-αμερικάνικο σπόρο του σ' ένα δοκιμαστικό σωλήνα και γονιμοποίησα το ωάριο μου. | Then I put his african-american seed in a test tube, and I fertilized my egg. |
Και μετά γονιμοποίησα μόνος μου τα αυγά μου. | Then I fertilized my own eggs. |
Το γονιμοποίησα με το σπέρμα σου. | I used your sperm to fertilize the egg. |
- Γιατί γονιμοποίησες ένα από τα ωάρια. | Because you fertilized one of the eggs. |
Και ξέρουμε ότι γονιμοποίησες ένα από τα 100 ωάρια. Το μυστικό είναι κάπου μέσα σου. | And we know you fertilized one of the one hundred eggs, so, secret has to be inside of you somewhere. |
Το σπέρμα που δε γονιμοποίησε, τα αγέννητα παιδιά τα άγραφα βιβλία, τους ανεκπλήρωτους έρωτες τα κρεβάτια όπου δεν κοιμήθηκε κανείς; | The unfertilized sperm, the unborn children, the unwritten books, the unrequited loves, the unslept-in beds, huh? |
Ο καθένας γονιμοποίησε από πέντε. | You each fertilized five. |
Μα, ένα σπερματοζωάριο, που έφτασε πολύ αργά ... και που δεν έχει ακούσει όλον αυτό το θόρυβο ... ρίχτηκε ορμητικά στο εσωτερικό του ωαρίου και το γονιμοποίησε. | But only one sperm, arriving very late... not having heard all that noise threw himself headfirst inside the egg and fertilized. |
- Ναι. Αυτός γονιμοποίησε το ωάριο της Μπρουκ. | This is the guy who fertilized Brooke's egg. |
Έδιωξες την επιστήμονα που γονιμοποίησε τα ωάρια; | You dismissed the Scientist who fertilized the egg? |
Για παράδειγμα, να τι έγινε όταν γονιμοποιήσαμε ένα ωάριο της Σέλι Ντεβόλ με σπέρμα του Τζέιμς Μπλαντ. | For example, here's what happened, when we fertilized an egg from Shelly Duvall with a sperm from James Blunt. |
Πήραμε το DNA του, και το γονιμοποιήσαμε τεχνητά στη μηδενική βαρύτητα του διαστήματος. | We took its dna, And we artificially fertilized in the zero gravity of space. |
Θα βρούμε πώς γονιμοποιήσαμε τα εκατό ωάρια. | We figure out why we were able to fertilize those one hundred eggs. |