Θυμήσου, θα πρέπει να γλυκαίνεις τα φάρμακά σου, όταν αποκτήσεις άντρα. | Remember to sweeten your medicines when you have a husband of your own. |
Με γλυκαίνεις τόσο πολύ. | You sweeten me so good. |
Παίρνεις πικρή σοκολάτα και δεν τη γλυκαίνεις. | You take bittersweet chocolate and don't sweeten it. |
Τζώνυ με γλυκαίνεις σήμερα. | Johnny you really sweeten me this morning. |
Ωραία, αλλά γιατί... γιατί δεν μου το γλυκαίνεις κι άλλο; | Okay, why don't you sweeten the pot? |
"Η αθωότητα γλυκαίνει τη στερνή μαύρη μου ανάσα | "Innocence sweetens my last black breath |
Ή ίσως ο μπάτσος γλυκαίνει κάπως την συμφωνία με τον φίλο του. | Or maybe the cop sweetens the deal for his friend. |
Λουίς, ο φόβος γλυκαίνει το αίμα. | Luis fear only sweetens the blood. |
Ξέρεις, γλυκαίνει λιγάκι. | You know, sweetens it up a little. |
Σε ξεπλένει ολόκληρο, σου γλυκαίνει την αναπνοή, σου τονώνει το δέρμα. | Rinses your insides out, sweetens your breath, tones up your skin. |
Τότε αποσύρουμε την αγωγή, γλυκαίνουμε και πάλι το νερό της πηγής, και επιστρέφουμε στο να βγάζουμε ένα σκασμό λεφτά. | Then we make this lawsuit go away, we sweeten the well back up and we get back to the business of making big money. |
Απο τους δεντρόκηπους... φρούτα να γλυκαίνουν τις μέρες της. | From the orchards and groves, fruit... to sweeten her days. |
Σίγουρα και οι μετοχές, γλυκαίνουν την πίτα. | Still, the stock options sure sweeten the pie. |
Απλώς του γλύκανα λιγάκι τον καφέ του. | I just sweetened his coffee a little. |
Ο Γενικός Εισαγγελέας γλύκανε λίγο τη συμφωνία του Ρόνι και της Σάρλοτ. | DOJ sweetened Ronnie and Charlotte's arrangement. |
Νόμισα ότι γλυκάναμε τη λάθος γατούλα. | I thought we'd sweetened the wrong kitty. |
Να γλυκάνετε την κρίση μου. | To sweeten my judgement. |