Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Γκεζερίζω (do) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
γκεζερίζω
γκεζερίζεις
γκεζερίζει
γκεζερίζουμε
γκεζερίζετε
γκεζερίζουν
Future tense
θα γκεζερίσω
θα γκεζερίσεις
θα γκεζερίσει
θα γκεζερίσουμε
θα γκεζερίσετε
θα γκεζερίσουν
Aorist past tense
γκεζέρισα
γκεζέρισες
γκεζέρισε
γκεζερίσαμε
γκεζερίσατε
γκεζέρισαν
Past cont. tense
γκεζέριζα
γκεζέριζες
γκεζέριζε
γκεζερίζαμε
γκεζερίζατε
γκεζέριζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
γκεζέριζε
γκεζερίζετε
Perfective imperative mood
γκεζέρισε
γκεζερίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

γκιζερίζω
do
μπεζερίζω
murmur

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'do':

None found.