Τώρα παίρνουμε το εργαλείο, βλέπεις και το γαντζώνουμε εκεί πάνω. | Now we take our little gadget, you see, and... hook it up there. |
- Συγνώμη, σας γάντζωσα. Ορίστε! | I'm sorry, I hooked you. |
΄Οπως έλεγα λoιπόν γάντζωσα τoν πρoφυλακτήρα κυρίας και τoν ξερίζωσα εντελώς. | , So, like I was saying I hooked this thin g up last week f! to this lady's bumpe r and tore it clean of |
Έριξα το δόλωμα, το δάγκωσε και τον γάντζωσα. | I held out the bait, he bit and I hooked him. |
Το γάντζωσα. | I hooked it. |
Εννοώ ότι εκτόξευσες το καλάμι σου γάντζωσες τον ξιφία και τον τράβηξες μέσα. | I mean, you cast your rod, and you hooked the old swordfish, and you reeled him in by his taint. |
- Τον γαντζώσαμε, Γκάλαχαντ. | - We hooked him, Galahad. |
Τον γάντζωσαν τα κορίτσια; | Have the girls gotten him hooked? |
Όταν ταλαντεύεται, παρεμποδίστε τον, εκτρέψτε τον, και γαντζώστε τον από μακριά. | When he swings, intercept, deflect, and hook it away. |
Πάρτε αυτό το ηλεκτροφόρο καλώδιο και γαντζώστε το αμέσως. | Get that power line hooked up right away. |
Χέρμαν, Ντόσον, Κρουζ και Ότις, γαντζώστε δύο τεντωτήρες από μπροστά προς τα πίσω. | Herrmann, Dawson, Cruz, and Otis, hook two come-alongs from the front of the frame to the back. |
Ακόμα κι έτσι... νομίζω πως τον έχω γαντζώσει, κι ας κάνει τον αδιάφορο. | Even though... I think he's hooked, despite his pretended indifference. |
Λοιπόν, πιστεύω ότι τον έχουμε "γαντζώσει" αρκετά ώστε να πειστεί. | Well, I think we've hooked him in enough to give him a convincer. |