- Να βογγάς δυνατά. | - Just moan loud. |
Γιατί βογγάς και μουγκρίζεις πολύ. | Because you moan and groan too much, Hefe. |
Εσύ είσαι αυτή που τηλεφωνεί το βράδυ και βογγάς στο τηλέφωνο. | You're the one calling at night and moaning over the phone |
Κάνε μας πώς βογγάς μικρούλα, να μάθουμε κι εμείς το βογγητό σου. | Moan so that we can hear Barbie moaning. |
Μ' αρέσει πολύ να σ' ακούω να βογγάς... ακόμα κι απαλά. | l love to hear you moan... even softly. |
"πρέπει να σε πάρω", βόγγηξε | "I must have you," she moaned. |
Όπου βογγούσε και αναστέναζε Στο κρύο τσιμέντο | Where he was moaning and groaning On the cold concrete |
* Τους ανέμους που βογγούσαν μέσ' στη νύχτα * | ♪ The winds were moaning in the night ♪ |