Ούτε και τον βλάφτει, μια φορά, ε; | Well, it don't hurt him, either, does it? |
Αν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να βλάφτουμε άλλους... λοιπόν, τότε... | And if we can do that... and not hurt anyone else... well,then... |
- Όχι, δεν... δεν την έβλαψα. | - No, I didn't... I didn't hurt her. |
- Δεν έβλαψα κανέναν. | - I didn't hurt anybody. |
- Ελπίζω να μην έβλαψα κανέναν. | - I hope I didn't hurt anybody. |
'κου, ξέρω... πως δεν έβλαψες σκόπιμα την Έριν. | Listen, I know... I know you didn't hurt Erin on purpose. |
- Δεν έβλαψες εκείνους στις διαλείψεις. | Then why didn't your blackouts harm them? |
-Δεν έβλαψες κανέναν. | - You didn't hurt anyone. |
Γιατί έβλαψες το μωρό των Kearsleys? | Why did you hurt the Kearsleys' baby? |
- Για να βεβαιωθείτε ότι δεν έβλαψε κανέναν. | - To make sure you didn't hurt anyone. |
- Δε μ' έβλαψε αλλά όλα είναι μπερδεμένα. | - It didn't hurt. But everything's jumbled up. |
- Δεν έβλαψε που είμαι Τούρκος. | - But being Turkish didn't hurt. |
- Δεν έβλαψε... | - Ah, didn't hurt, no. |
Ήταν το '45, αν και δεν βλάψαμε την πολεμική προσπάθεια. | That was forty-five, though, that didn't hurt the war effort. |
Δεν βλάψαμε καθέναν. | We didn't hurt anyone. |
Δεν βλάψαμε ο ένας στον άλλο. Γιατί παρεμβαίνετε; Είναι οικογένεια. | I didn't hurt him, he's not hurting me, we're not hurting you, so why are you interfering with my family? |
Δεν βλάψαμε τη Δεσποινίδα Terrill ή εκείνο τον δανδή | We didn't hurt Miss Terrill or the dude none. |
"Πιστεύω επίσης ότι λόγω της αθωότητάς του... " "... τα πλάσματα που κατοικούν στο δάσος, δεν τον έβλαψαν. " | "It is also my belief that, because of his innocence, those creatures who reside in the woods did not harm him. " |
- Αυτό που πιστεύω... Αυτό που ξέρω, είναι ότι αυτά τα παιδιά δεν έβλαψαν κανέναν και δεν έκαναν κανένα κακό. | What I believe... what I know is that these children didn't harm or do anything wrong. |
- Είναι τυχερός που δεν τον έβλαψαν. | - He's lucky they didn't hurt him. |
Όχι, αλλά δεν έβλαψαν κιόλας. | No. But they didn't hurt. |
Καλά, μην βλάψτε. | Well, don't hurt yourself. |
Μην με βλάψτε, γιατρός! | Don't hurt me, doctor! |
- Αν ήθελε να τον βλάψει θα το'χε κάνει. - Έχει δίκιο. | If Darhk wanted to hurt Ray, he would have done it by now. |
I ζυγίζονται την καλή βλέπω σε σένα Έναντι των φρικτά πράγματα Ξέρω ότι έχετε κάνει, και συνειδητοποίησα αν σας βλάψει, θα ήθελα να γεμίσει με μια τρομερή λύπη. | I weighed the good I see in you versus the horrible things I know you've done, and I realized if I hurt you, |
Έχει δίκιο ο Ντύλαν. Αν ήθελε να σε βλάψει, θα το είχε κάνει όταν είχε την ευκαιρία. | If he'd wanted to harm you, he would've done it when he had the chance. |
Όλα που κάνει είναι ψέμα και την οικονομία, και αυτή είναι κάνει τίποτα, αλλά να σας βλάψει όλο το χρόνο. | All she does is lie and scheme, and she's done nothing but hurt you all year. |