Και μ'αρέσει να αφοδεύω στα ρούχα άλλων. | Who is that? - And I like to defecate in other people's clothing. |
Η ερώτηση μου είναι αν δεν κρύβεις κάτι. Γιατί δεν αφοδεύεις; | I suppose my next question is, if you've got nothing to hide, why won't you defecate? |
Θα μπορείς να αφοδεύεις με την ησυχία σου. | You can defecate in peace. |
Εφιάλτης, Λέμον. Τη μια στιγμή είστε νεόνυμφοι, κάνοντας έρωτα στο πάτωμα του Κονκόρντ. Και την επόμενη, δικηγόροι τσακώνονται, για το κουτί που αφοδεύει ο σκύλος. | I mean, one minute you're newlyweds making love on the floor of the Concorde, and the next your lawyers are fighting over who gets to keep the box your dog defecates in. |
Μια εξημερωμένα δίχηλα σπονδυλωτά που αφοδεύει στην ίδια θέση που καταναλώνει. | A domesticated cloven-hoofed vertebrate that defecates in the same place it consumes. |
Ο Μπαμπίνσκι τρώει το Ντιράκ για πρωινό και αφοδεύει τον Κλαρκ-Μάξγουελ. | Babinski eats Dirac for breakfast and defecates Clarke-Maxwell. |
Σε μια μάταιη προσπάθεια απόκρυψης της οσμής του κουφαριού, ο Υαινόδων... αφοδεύει πάνω του. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να αποθαρρύνει τους Εντελόδοντες. | In a futile attempt to hide the smell of the carcass, the Hyaenodon defecates on it, but it will take more than that to put off the Entelodonts. |
Το ξέρεις ότι το "αρπαχτηκό" είναι στα γερμανικά η λέξη για "αυτόν που αφοδεύει"; | Do you know that "shyster" is German for "one who defecates"? |
Τρώμε, κοιμόμαστε, αφοδεύουμε δεν υπακούμε σε οδηγίες, ...και σκάμε σαν μπαλόνια όταν εκτεθούμε στο κενό του διαστήματος. | We sleep, eat, defecate, can't follow directions, and we explode like piñatas when exposed to the vacuum in space. |
Τρώμε, κοιμόμαστε, αφοδεύουμε, ...δεν υπακούμε σε οδηγίες, και σκάμε σαν μπαλόνια όταν εκτεθούμε στο κενό του διαστήματος. | They eat, sleep, defecate, can't follow directions, and explode like piñatas when exposed to the vacuum of space. |
- Πώς αφοδεύουν; | How do they defecate? |
Sheldon , " Μην αφοδεύουν όπου τρώτε , " | Sheldon, "Don't defecate where you eat," |
Αυτές οι γάτες τρώνε τους καρπούς, τους χωνεύουν και τότε..αφοδεύουν. | These cats eat the beans, digest them and then defecate. |
Δεν αφοδεύουν στους δρομους! | They don't defecate on the streets. |
Επέμενε να βλέπει τα οπίσθιά τους... και ν΄ αφοδεύουν μπροστά του. | He wanted them to show their hips and defecate before him. |
Πλύθηκες, ούρησες ή αφόδευσες απ'την επίθεση και μετά; | Have you douched, urinated or defecated since the assault? |
'Εμαθα επίσης ότι ένας απ'τους δράστες αφόδευσε πάνω στο ταμπλό. | I understand... one ot the perpetrators defecated on the dashboard. |
-Κάποια στιγμή, προς το τέλος... -...αφόδευσε σκόπιμα πάνω στο... | - At one point, near the end she deliberately defecated on my... |
Ένας άγνωστος αφόδευσε πάνω στην αδερφή μου. | A strange man defecated on my sister. |
Έρικ, έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τη μέρα που ο Κόρεϋ Ντουράν αφόδευσε πάνω του εδώ στο σχολείο. | Eric, it has been almost one year since Corey Duran defecated in his pants here at school. |
Από όλη την αδελφότητα μαζί με εκείνη την αλκοολική που αφόδευσε στην ντουλάπα. | Of our entire sorority, including the girl who was such an alcoholic she defecated in the closet... |
΄Εβαλε ένα δοχείο για δύο... κάθισαν πλάτη με πλάτη και αφόδευσαν ταυτόχρονα. | He put a pot under them, she and he sat back to back and defecated together. |