Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αυτοπεριορίζομαι (confine) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αυτοπεριορίζομαι
αυτοπεριορίζεσαι
αυτοπεριορίζεται
αυτοπεριοριζόμαστε
αυτοπεριορίζεστε
αυτοπεριορίζονται
Future tense
θα αυτοπεριοριστώ
θα αυτοπεριοριστείς
θα αυτοπεριοριστεί
θα αυτοπεριοριστούμε
θα αυτοπεριοριστείτε
θα αυτοπεριοριστούν
Aorist past tense
αυτοπεριορίστηκα
αυτοπεριορίστηκες
αυτοπεριορίστηκε
αυτοπεριοριστήκαμε
αυτοπεριοριστήκατε
αυτοπεριορίστηκαν
Past cont. tense
αυτοπεριοριζόμουν
αυτοπεριοριζόσουν
αυτοπεριοριζόταν
αυτοπεριοριζόμαστε
αυτοπεριοριζόσαστε
αυτοπεριορίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αυτοπεριορίζου
αυτοπεριορίζεστε
Perfective imperative mood
αυτοπεριορίσου
αυτοπεριοριστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'confine':

None found.