Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αυτοκοροϊδεύομαι (increase) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αυτοκοροϊδεύομαι
αυτοκοροϊδεύεσαι
αυτοκοροϊδεύεται
αυτοκοροϊδευόμαστε
αυτοκοροϊδεύεστε
αυτοκοροϊδεύονται
Future tense
θα αυτοκοροϊδευτώ
θα αυτοκοροϊδευτείς
θα αυτοκοροϊδευτεί
θα αυτοκοροϊδευτούμε
θα αυτοκοροϊδευτείτε
θα αυτοκοροϊδευτούν
Aorist past tense
αυτοκοροϊδεύτηκα
αυτοκοροϊδεύτηκες
αυτοκοροϊδεύτηκε
αυτοκοροϊδευτήκαμε
αυτοκοροϊδευτήκατε
αυτοκοροϊδεύτηκαν
Past cont. tense
αυτοκοροϊδευόμουν
αυτοκοροϊδευόσουν
αυτοκοροϊδευόταν
αυτοκοροϊδευόμαστε
αυτοκοροϊδευόσαστε
αυτοκοροϊδεύονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αυτοκοροϊδεύου
αυτοκοροϊδεύεστε
Perfective imperative mood
αυτοκοροϊδέψου
αυτοκοροϊδευτείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'increase':

None found.