Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αυτοδιαλύομαι (increase) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αυτοδιαλύομαι
αυτοδιαλύεσαι
αυτοδιαλύεται
αυτοδιαλυόμαστε
αυτοδιαλύεστε
αυτοδιαλύονται
Future tense
θα αυτοδιαλυθώ
θα αυτοδιαλυθείς
θα αυτοδιαλυθεί
θα αυτοδιαλυθούμε
θα αυτοδιαλυθείτε
θα αυτοδιαλυθούν
Aorist past tense
αυτοδιαλύθηκα
αυτοδιαλύθηκες
αυτοδιαλύθηκε
αυτοδιαλυθήκαμε
αυτοδιαλυθήκατε
αυτοδιαλύθηκαν
Past cont. tense
αυτοδιαλυόμουν
αυτοδιαλυόσουν
αυτοδιαλυόταν
αυτοδιαλυόμαστε
αυτοδιαλυόσαστε
αυτοδιαλύονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αυτοδιαλύου
αυτοδιαλύεστε
Perfective imperative mood
αυτοδιαλύσου
αυτοδιαλυθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

αυτοαναλύομαι
increase

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'increase':

None found.