"Καθώς αυξάνεται η πετρελαϊκή εξάρτηση της Κίνας, οι επενδυτές θα πρέπει να γνωρίζουν, ότι η Νιγηρία θα επόμενη πηγή προμήθειάς του". | "As China's reliance on oil increases, investors would be well-tipped to look toward Nigeria for the next supply boom." |
(Ένταση της μουσικής αυξάνεται) | (increases music volume) |
- (Η ένταση αυξάνεται) - (Η μουσική σταματάει) | - (Volume increases) - (Music stops) |
- Το βλέπεις ελαφριά, κι αυξάνεται η ανία. | - You make light, it increases my ennui. |
-Όταν αυξάνεται η θερμοκρασία -η ισορροπία μετατοπίζεται. | That when the temperature increases the balance shifts |
"Τα ωραιότερα δημιουργήματα επιθυμούμε να αυξάνονται... | "From fairest creatures we desire increase, |
"ότι οι εισαγωγές στα ψυχιατρικά νοσοκομεία αυξάνονται επτά φορές" | "psychiatric hospital admissions increase seven times" |
- Μία μελέτη έδειξε ότι λέγοντας άσχημα νέα στους ασθενείς ακριβώς πριν την εγχείρηση αυξάνονται δραστικά οι πιθανότητες επιπλοκών, κατά τη διάρκειά της. | Studies show that giving patients bad news right before surgery can drastically increase their chances of complications on the table. |
- Ναι, κι εγώ παρόμοιας ηλικίας. Και μετά την ηλικία των τριάντα πέντε οι πιθανότητες για γενετικές ανωμαλίες αυξάνονται δραματικά. | I'm of a similar age range, and after the age of 35, you know, the chances of birth defects increase dramatically. |
-Τότε αυξάνονται οι ύποπτοι. | That certainly increases the suspect pool, doesn't it? |
#Η αυτοπεποίθησή μου αυξήθηκε# | My confidence has increased |
- Δεν ξέρω πώς το έκανε, αλλά η ισχύς των ασπίδων αυξήθηκε κατά 300%! | I don't know how he did it but shield strength has been increased by 300%%% . |
- Η αγάπη σας για την Έλεν αυξήθηκε Επειδή επρόκειτο να γεννήσει το παιδί σας; | - Your love for Ellen increased because she was going to have a baby? |
- Περάσαμε δίπλα της. Αλλά το ρήγμα βαρυονίων αυξήθηκε κατά 310%. | We managed to sidestep that one, but graviton shear has increased by another 310 percent. |
΄Ηρθες να μου πεις ότι αυξήθηκε η ποινή μου; | Have you come to tell me my sentence got increased? |
"Απλό." Οι πωλήσεις αυξήθηκαν 12 φορές. | Sales increased 12 times. |
"Οι παλμοί όλων αυξήθηκαν κατακόρυφα..." | "Everyone's heartbeats have increased." |
-Οι πωλήσεις μας αυξήθηκαν 800%. | - Man, our sales increased 800 percent. |
Αν η αγάπη μας μειώθηκε, όπως είναι φυσικό η στοργή, κι η εκτίμηση αυξήθηκαν. | You are extraordinary although my love for you has faded , as is fated to happen the affection and the respect I have only increased |
Αφού φέτος αυξήθηκαν, είπαν να το ενοικιάσουν. | When the prices increased this year they decided to sell it. |
Εκείνη την εποχή, το πρόβλημα ήταν πως ο πληθυσμός μας αυξανόταν... και οι φυσικοί μας πόροι δεν μπορούσαν να συντηρήσουν μια τέτοια αύξηση. | At the time, the problem was our population was increasing and our natural resources couldn't sustain such an increase. |
Η ομίχλη αυξανόταν ακόμα πιο πολύ. | The fog was increasing ever more. |
Θάλεγες ότι η δυσπιστία αυξανόταν στους εργένηδες, ειδικά τους άνδρες. | There was increasing distrust of loners, specially men. He could tell. |
Ο πληθυσμός της αυξανόταν με γρήγορο ρυθμό... και κάθε χρόνο "παρήγαγε" άλλο ένα εκατομμύριο στόματα! | The population was increasing fast and every year produced another million mouths to feed. |
"Οι απώλειες λόγω των ασθενειών που σχετίζονται με το στρες, συμπεριλαμβανομένων ημικρανιών, ελκών, και διανοητικών προβλημάτων έχουν αυξηθεί κατά 15%." - "Ασθένειες που σχετίζονται με το στρες" | "Attrition due to stress-related illnesses, including migraines, ulcers, and mental health problems have increased by 15%." "Stress-related illnesses." |
"Σύμφωvα με τις τελευταίες εκτιμήσεις," η οικοδομίσιμη γη έχει αυξηθεί σε αξία από τοv πόλεμο και μετά κατά περίπου 120 δισεκατομμύρια λιρέτες. | "According to latest estimates, buildable land has increased in value since the war by approximately 120 billion lire. |
"έχετε ευλογήσει την εργασία του χεριού του, και οι εμμονές του έχουν αυξηθεί στο έδαφος. | "You have blessed the work of his hand, "and his possessions have increased in the land. |
H πρoσφoρά τoυς έχει αυξηθεί περίπoυ στo ίδιo πoσoστό... σκέφτηκα ότι o Διoικητής θα τo θεωρήσει καλό νέo. | So their output has increased about the same percentage, which l thought the governor might regard as good news. |
Έχει αυξηθεί η δράση τους μετά από το μήνυμα που εμφανίστηκε στο μητρικό σκάφος, πριν από δύο βράδια. | There's been increased chatter since that rallying cry appeared on the bottom of the mother ship two nights ago. |
Αναρωτιέμαι εάν αντιλαμβάνεστε, κύριε, του γεγονότος ότι υπάρχει ένας αυξημένος αριθμός άλυτων δολοφονιών κάθε χρόνο. | I wonder if you're aware, sir, of the fact that there is an increasing number of unsolved murders every year. |