Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ασχημίζω (insure) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ασχημίζω
ασχημίζεις
ασχημίζει
ασχημίζουμε
ασχημίζετε
ασχημίζουν
Future tense
θα ασχημίσω
θα ασχημίσεις
θα ασχημίσει
θα ασχημίσουμε
θα ασχημίσετε
θα ασχημίσουν
Aorist past tense
ασχήμισα
ασχήμισες
ασχήμισε
ασχημίσαμε
ασχημίσατε
ασχήμισαν
Past cont. tense
ασχήμιζα
ασχήμιζες
ασχήμιζε
ασχημίζαμε
ασχημίζατε
ασχήμιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ασχήμιζε
ασχημίζετε
Perfective imperative mood
ασχήμισε
ασχημίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ασκημίζω
grab

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'insure':

None found.