- Μα δεν ξέρω να αρμέγω κατσίκες. | - But I don't know how to milk a goat. |
Δεν θα σας αφήσω να με μεταφέρετε στην Ιντιάνα ν' αρμέγω γελάδια. | l'm not letting you people move me to Muncie, Indiana to milk cows. |
Θα σε αρμέγω δύο φορές τη μέρα. | I get to milk you twice a day. |
Ξέρω ν' αρμέγω κατσίκες. | I know how to milk a goat. |
Σωστά, δεν ξέρω πώς να αρμέγω το γάλα της αγελάδας. | Right, I don't know how to milk cows. |
'Ηρεμα... Σαν να αρμέγεις αγελάδα. | Gently, like milking a cow. |
'ρχισε αμέσως ν' αρμέγεις την κατσίκα. | You'll need to start milking the goat straight away. |
Άμα αρμέγεις λάθος τη γελάδα σε κλωτσάει. | If you milk a cow the wrong way, she kicks. |
Έτσι λέγεται όταν αρμέγεις ένα σκύλο, τον μαλακίζεις! | That's what it's called when you milk a dog. |
Ή στη φάρμα απ' όπου μας ήρθες να αρμέγεις γελάδες και να πλένεις κοτέτσια. | Or back on that farm where you came from milking cows and cleaning out henhouses. |
'Η έχουν κάποια ιατρική συσκευή που σε αρμέγει; | Or do they have a medical machine that does the milking for you? Like, milks you like an animal. |
'λλο γείτονά μας, ο Bob, ο ένας που αρμέγει τις κατσίκες και οι οποίοι ήταν αρκετά δύσπιστοι, ήταν πραγματικά αρέσει αυτό που άκουγε. | Our other neighbor, Bob, the one that milks the goats and who was quite skeptical, was really liking what he was hearing. |
Η μαμά θα μπορεί να φοράει αυτό... όταν θα αρμέγει την νέα αγελάδα που θα της αγοράσω. | Mother can wear this... when she milks the new cow I'm gonna buy her. |
Και όποιος αρμέγει με το χέρι, τα χέρια του πρέπει νάναι ...; | And the persons who milks manually... their hands, it's important that they are...? Clean. |
Ο Ράντι αρμέγει τις αραχνοκατσίκες του και παίρνει το γάλα στο εργαστήριο όπου το επεξεργάζεται και το φιλτράρει. | Randy milks his spider goats and takes their milk back to his lab, where it is processed and filtered. |
Αγοράσαμε πενήντα αγελάδες, μάθαμε να τις αρμέγουμε τη νύχτα... | We bought fifty cows, learned how to milk them the night... |
Αυτό ήταν πριν από τρεις μήνες. Αρχίσαμε να τον αρμέγουμε χτες βράδυ. | That was over three months ago, we just started milking him last night. |
Δεν αρμέγουμε αγελάδα, χωριατόπαιδό μου! | You're not milking a cow, farm boy! |
Είναι ο τρόπος που αρμέγουμε τα ζώα; | Is it the way of milking animals? |
Πιθανότατα θα μας ζητήσει να του αρμέγουμε τις αγελάδες! | More likely, he'll ask us to milk his cows for so much a year. |
- Τα αρμέγετε; | - Do you milk them? - Hardly. |
Αυτές είναι αγελάδες που αρμέγετε; | These are milking cows? |
Για να αρμέγετε αγελάδες; | So you could milk cows? |
Μόνο για ένα πράγμα κάνετε: να αρμέγετε κατσίκες ή να πλατσουρίζετε με τα γουρούνια! | You're only good for one thing: milking goats or slopping pigs! |
- Να, ξέρεις, είναι όπως... όταν μια αγελάδα μεγαλώσει ή χάσει το μάτι της, ή δε την αρμέγουν πια, ο αγρότης την βάζει σε άλλο βοσκοτόπι για να μην... πολεμήσει... με τον παπά. | - Well, you know, it's like... when a cow gets old and loses an eye, or its ability to be milked, the farmer takes it and puts it in a different pasture so it won't have to fight with the priest. |
11 άρχοντες πηδάνε και 10 υπηρέτριες αρμέγουν. | It's 11 Lords a-leapin' and ten maids a-milkin'. |
7 υπηρέτριες αρμέγουν, 6 υπηρέτριες αρμέγουν, 5 υπηρέτριες αρμ... | "Seven maids a-milking, six maids a-milking, five maids a-milk... |
Άρχισαν να την αρμέγουν νομίζω ότι θα αργήσετε. | They've begun milking her... think you're going to be too late. |
Γι' αυτόν είστε κερδοσκόποι που αρμέγουν το σύστημα. | To him, you're profiteers who milk the system. |
- Δεν την άρμεξα ακόμα. | -Do not milked yet. |
Ήδη άρμεξα τις αγελάδες, προσπέρασα ένα περίεργο λιβάδι και σου έφτιαξα λουκάνικα και μπισκότα. | I already milked the cows, overcame a bout of prairie madness, and made you some sausage and biscuits. |
Όταν ήμουν 12 άρμεξα το χέλι μου μέσα σε στιφάδο από χελώνες. | When I was 12 I milked my eel into a pot of turtle stew. |
Κάποτε άρμεξα μια αγελάδα. | I milked a cow once. |
Σε άρμεξα. | I milked you. |
'Ηξερα κάποιον που σηκώθηκε, άρμεξε όλες τις κατσίκες του και γύρισε στο κρεβάτι του χωρίς να ξυπνήσει! | I knew a man once who got up, milked all his goats and then went right back to bed - all in his sleep. What? ! |
Απλά η Μάγκι ήδη με άρμεξε σήμερα. | It's just that Maggie's already... milked me today. |
Είναι η ξεχασμένη υπηρέτρια που άρμεξε την αγελάδα... που πέταξε το σκύλο, που τάραξε τη γάτα... που εφαγε το ποντικι, που έφαγε τη βύνη... | This is the maiden all forlorn that milked the cow with the crumpled horn... that tossed the dog that worried the cat... that killed the rat that ate the mold-- |
Ο δικηγόρος του άρμεξε το δικαστήριο όσο μπορούσε. | His attorney milked the jury for all they were worth. |
Εντάξει, ήταν ένας καλός μήνας ή δυο, αλλά το αρμέξαμε όσο μπορούσαμε. | Okay, it's been a fun month or two, but... we milked this for as much as we could. |
Μαζέψαμε το σανό του, αρμέξαμε τις αγελάδες του θερίσαμε το σιτάρι του. | We got his hay in, milked his cows, got his wheat crop in... |
Αν άρμεγα όμως έναν πλούσιο και ο Μπάροου μ' εκβίαζε... -...ίσως τότε να-- | But if I was milking a rich guy and Barrow was making me sweat for it maybe then I'd... |
-...αρμέγοντας 15 εκατομμύρια ανθρώπους σαν και μας. | -...milking 15 million people of as much-- |
Δεν πλουτίζουμε όλοι αρμέγοντας πλούσια σάψαλα. | You know, Ashley, not all of us earn our living by milking rich geriatrics out of their money. |
Εσείς οι γήινοι λατρεύετε τις διασημότητες με τέτοιο πάθος, που μπορώ να ζήσω απλά αρμέγοντας τον θαυμασμό σας. | You earthlings worship celebrity with such fervor that I can survive simply by milking your admiration. |
Μοιάζει σαν να έχει περάσει την ζωή του στα χωράφια. και αρμέγοντας... | He looks like he's spent his life bailing hay and... milking things. |
Ναι, αποκτάται ήδη μια αίγα σπιτιών και ένα αρμέγοντας σκαμνί. | Yeah, she's already got a house goat and milking stool. |
Δεν έχω αρμέξει ποτέ μου. | I've never milked a cow before. |
Δεν είναι αλήθεια ότι από τη δημοσιότητα που κερδίσατε, από αυτήν τη θλιβερή ιστορία, έχετε αρμέξει κάθε δεκάρα που μπορούσατε να εισπράξετε, δίχως να ενδιαφερθείτε για τον μόνο άνθρωπο που ποτέ στάθηκε δίπλα σας, τον άνθρωπο που σας σήκωνε κάθε φορά που σωριάζοσταν, | Is it not the truth of the matter that you have milked the notoriety this sorry affair has given you for every penny piece you can get without a care in the world for the only man who ever stood by you, |
Μην έχοντας αρμέξει αλκή ποτέ φαντάζομαι πρέπει να την πετύχουν σε καλή διάθεση. | Having never milked a moose, I imagine one must catch it in the right mood. |
Τι έχεις αρμέξει; | What have you ever milked? |